Τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, μετά τον Μυστικό Δείπνο, ο Ιησούς και οι μαθητές Του κατευθύνθηκαν στον κήπο της Γεθσημανή (σημαίνει «Ελαιοτριβείο»), στους πρόποδες του λόφου των Ελαιών. Όσο Εκείνος προσευχόταν, και λόγω της μεγάλης Του αγωνίας, σταγόνες ιδρώτα και αίματος έπεφταν στο έδαφος. Οι μαθητές Του δεν μπόρεσαν να μείνουν άγρυπνοι και να Τον συνδράμουν. Ο Ιησούς και ο Ιούδας ήταν οι μόνοι άγρυπνοι και σε εγρήγορση.
Το αίτημα του Ιησού προς τον Θεό Πατέρα Του ήταν να μην πιεί το άδικο ποτήρι του μαρτυρίου, αφού είναι ο μόνος αθώος της υπόθεσης για χάρη των ανθρώπων. Πλην όμως, δέχεται στη συνέχεια της προσευχής Του να το πιεί, αφού γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο, για να τηρήσει το θέλημα του Θεού. Στη συνέχεια, ο Ιούδας με φίλημα προδίδει τον Διδάσκαλό Του. Συνέλαβαν τότε τον Ιησού και τον έδεσαν, ενώ οι μαθητές Του Τον εγκατέλειψαν και έφυγαν.
Οι στρατιώτες και οι Ιουδαίοι φρουροί έφεραν τον Ιησού στον πανίσχυρο αρχιερέα Άννα, πεθερό του Καϊάφα, ο οποίος είχε εκείνη τη χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα. Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για το πού βρίσκονταν οι μαθητές Του και τι δίδασκε ο ίδιος. Ο Χριστός απέφυγε έξυπνα να αποκαλύψει τους μαθητές Του, απαντώντας: «Ρώτησε όλους όσους με άκουσαν, αφού κρυφά δεν δίδαξα ποτέ». Η μόνη κατηγορία κατά του Ιησού στη διάρκεια της δίκης-παρωδίας ήταν αυτή που ακούστηκε από δύο ψευδομάρτυρες: Τον ακούσαμε, είπαν, να λέει: «Μπορώ να γκρεμίσω τον Ναό του Θεού και να τον ξαναχτίσω μέσα σε τρεις ημέρες» (Ματ. 26, 61). Ο Χριστός βέβαια εννοούσε το σώμα Του, που θα έμενε στον τάφο τρεις μόνο ημέρες, ενώ μετά θα ανασταινόταν.
Όσο διαρκούσε η δίκη, ο Ιησούς σιωπούσε και δεν υπερασπιζόταν τον εαυτόν Του. Γνώριζε πως η απόφαση είχε ήδη από καιρό παρθεί. Όταν όμως ο αρχιερέας τον εξόρκισε στο όνομα του Θεού να πει αν είναι ο μεσσίας, ο Χριστός δημόσια ομολόγησε ότι πράγματι ήταν. Τότε ο αρχιερέας έσκισε τα ρούχα του, κρίθηκε ο Χριστός ένοχος θανάτου, ενώ Τον έφτυναν και Τον χτυπούσαν.
Ο Πέτρος που καθόταν έξω στην αυλή, τον αρνήθηκε τρεις φορές μπροστά σε υπηρέτες. Όταν λάλησε αμέσως μετά ο πετεινός, θυμήθηκε τα λόγια του Ιησού: «Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα αρνηθείς τρεις φορές πως με ξέρεις» (Ματ. 26, 75). Έφυγε τότε και έκλαψε πικρά.
Μετά τις ιουδαϊκές αρχές αναλαμβάνουν οι Ρωμαίοι, αφού μόνο αυτοί μπορούσαν να θανατώσουν άνθρωπο. Ο Σωτήρας οδηγήθηκε στον Πιλάτο. Ο Ρωμαίος Επίτροπος, αφού άκουσε τις κατηγορίες των Ιουδαίων, ότι δήθεν ξεσηκώνει τον λαό να μην πληρώνει φόρο και ότι ισχυρίζεται πως είναι βασιλιάς, διαπίστωσε την αθωότητα του Ιησού και, παρά την προειδοποίηση της γυναίκας του ότι αποκαλύφθηκε στο όνειρό της πως ήταν αθώο θύμα, Τον καταδίκασε τελικά από δειλία σε σταυρικό θάνατο, αφού οι αρχιερείς τον κατηγόρησαν πως δεν είναι φίλος του αυτοκράτορα. Είναι αλήθεια ότι προσπάθησε να παζαρέψει με τον λαό την απελευθέρωση του Ιησού αντί του Βαραββά, ενός επαναστάτη μάλλον ζηλωτή εναντίον της Ρώμης. Ο Πιλάτος, όμως, έβαλε πάνω από την αλήθεια το συμφέρον του.
Όταν είδε, λοιπόν, πως δεν πετυχαίνει τίποτα, και ανάμεσα στις κραυγές του όχλου που φώναζε∙ «θάνατος, θάνατος! Σταύρωσέ τον!», πήρε νερό και ένιψε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος, λέγοντας: «Εγώ είμαι αθώος για το αίμα αυτού του δικαίου. Το κρίμα πάνω σας». Νόμισε πως με το πλύσιμο των χεριών του θα μετέφερε την ενοχή μόνο στους Ιουδαίους.
Αμέσως μετά έδωσε εντολή να μαστιγώσουν τον Ιησού και Τον παρέδωσε να σταυρωθεί. Το φραγγέλωμα (μαστίγωμα) γινόταν με μαστίγιο στις άκρες του οποίου ήταν προσαρτημένα μικρά κομμάτια σιδήρου ή οστών, τα οποία ξέσχιζαν το δέρμα του θύματος. Πολλοί πέθαιναν και μόνο από το βασανιστήριο αυτό. Το σώμα του Ιησού γέμισε από πληγές και το μαρτύριο επιδεινώθηκε όταν Τον έντυσαν πάνω από τις πληγές και όταν Του φόρεσαν κόκκινη χλαμύδα για να Τον περιπαίξουν. Ακόμη, όταν Του φόρεσαν με πίεση αγκάθινο στεφάνι και όσο Τον χτυπούσαν στο κεφάλι με καλάμι. Τα καρφιά στους καρπούς και στα πόδια αχρήστευσαν κεντρικά νεύρα του σώματός Του και το παρατεταμένο μαρτύριο ήταν αφόρητο. Άλλωστε, τα σώματα των σταυρωμένων είχαν παροξυσμούς και το πρόσωπο μελάνιαζε.
Ο Σταυρός του Κυρίου δεν ήταν πάσσαλος, γιατί ο καταδικασμένος σε πάσσαλο πέθαινε πάνω σ’ αυτόν μέσα σε λίγα λεπτά. Του σταυρωμένου το σώμα διαμορφωνόταν από το βάρος σε σχήμα «Υ» και αυτό προκαλούσε αυξανόμενη ασφυξία. Οι επανειλημμένες προσπάθειες ανόρθωσης για να αναπνεύσει είχαν, λόγω υπέρμετρου πόνου, αιμορραγίας, πυρετού και παραλυσίας, συνέπεια την αδυναμία ανόρθωσης και ο θάνατος επερχόταν συνήθως από ασφυξία. Τους καταδίκους μάλιστα σταύρωναν εντελώς γυμνούς για να τους εξευτελίσουν πλήρως.
Πάνω από τον Σταυρό Του ο Χριστός, στον λόφο του Γολγοθά (σημαίνει «κρανίου τόπος»), και πάλι δίδαξε τους ανθρώπους με εφτά λυτρωτικούς λόγους:
1. «Πατέρα μου, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λουκ. 23, 34). Συγχωρεί τους σταυρωτές Tου, Ιουδαίους και Ρωμαίους, και αποδεικνύεται ότι είναι αληθινός, ακόμη και στο έσχατο όριο του πόνου Του.
2. «Αλήθεια σου λέω∙ σήμερα θα είσαι μαζί Μου στον παράδεισο» (Λουκ. 23, 43), διαβεβαιώνει τον μετανοημένο ληστή.
3. «Γυναίκα» (τίτλος τιμής τότε για τις γυναίκες, όχι υποτέλεια), λέει προς την μητέρα Του, «Να ο γιος σου». Και προς τον Ιωάννη τον Θεολόγο: «Να η μητέρα σου» (Ιω. 19, 26). Αφήνει τη φροντίδα και προστασία της μητέρας Του στα χέρια του αγαπημένου μαθητή Του.
4. «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» (Ματ. 27, 46). Η ανθρώπινη φύση Του στενάζει και υποφέρει και νοιώθει πολύ ταλαιπωρημένος και παντελώς εγκαταλειμμένος.
5. «Διψώ» (Ιω. 19, 28). Οι σταυρωμένοι υπέφεραν και από το μαρτύριο της δίψας, που επιτεινόταν από την αφύσικη στάση του σώματος, την αιμορραγία και τον υψηλό πυρετό. Τότε με σφουγγάρι πάνω σε κλαδί υσσώπου πλησίασαν σ’ αυτόν ξύδι αναμεμειγμένο με σμύρνα. Ήταν ένα είδος αναισθητικού, για να απαλύνονται οι πόνοι των σταυρωμένων. Ο Χριστός δεν ήθελε να το πιει, για να νιώσει τον πόνο στον μέγιστο βαθμό.
6. «Τετέλεσται» (Ιω. 19, 30), αναφέρει προς τον Πατέρα Του. Δηλαδή όλα τελείωσαν. Η αποστολή μου ολοκληρώθηκε. Οι προφητείες της Γραφής εκπληρώθηκαν.
7. «Πατέρα μου, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» (Λουκ. 23, 46). Εμπιστεύεται την ψυχή Του στα χέρια του Θεού, που είναι και η δική Του λύτρωση από τον πόνο και τη μεγάλη ταλαιπωρία.
Του Μιχαήλ Χούλη (Θεολόγου)