Σ’ ἔνα Ἐκκλησιαστικό Συνέδριο συζητοῦσαν γιά τά διάφορα χριστιανικά ἔργα, κυρίως δέ γιά τό ποιό εἶναι τό πιό σημαντικό. Ἕνας ἀνέφερε τή διαπαιδαγώγηση τῆς νεολαίας, ἄλλος τήν ἀνέγερση ἐκκλησιῶν, κι ἕνας τρίτος τή φροντίδα γιά τίς ἱερατικές κλίσεις.
Ἕνας τελευταῖος εἰσηγήθηκε: «Νά μορφώσουμε μερικούς πιστούς νά ἔχουν ἔντονη πνευματική ζωή. Αὐτοί θά γίνουν οἱ στυλοβάτες τῶν ἄλλων ἔργων, ἐπειδή θά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου καί τό ἁλάτι τῆς κοινωνίας. Οἱ ὁμιλίες, οἱ γιορτές, οἱ ἐκδρομές, τό φιλανθρωπικό ἔργο, οἱ θεατρικές παραστάσεις, οἱ ἐπισκέψεις σέ ἱδρύματα εἶναι μόνο θόρυβος, φασαρία καί ἐπίδειξη, ἄν λείπει ἡ πνευματική ζωή».
Ἄς ἐξετάσουμε ὅμως: α) τί εἶναι πνευματική ζωή, β) τί μᾶς προσφέρει, γ) πῶς καλλιεργεῖται, δ) πῶς διατηρεῖται καί ε) τί τήν ἐμποδίζει νά ἀναπτυχθεῖ.
Ἕνας δημοσιογράφος πέρασε μερικές μέρες σέ μιά Ἱερατική Σχολή. Ἔμεινε κατάπληκτος ἀπό τήν τάξη, τήν εὐλάβεια καί τήν ὅλη συμπεριφορά τῶν σπουδαστῶν. Φεύγοντας ζήτησε ἀπό τόν διευθυντή νά τοῦ δώσει τόν Κανονισμό τῆς Σχολῆς, γιά νά τόν δώσει στόν διευθυντή μιᾶς νεοϊδρυθείσης Σχολῆς στόν τόπο του. «Μπορῶ -τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος- νά σοῦ δώσω τόν Κανονισμό, ἀλλά ὄχι τό πνεῦμα τοῦ Κανονισμοῦ. Διότι ἡ ταπείνωση καί ἡ ὑπακοή δέν ἐπιβάλλονται μέ Κανονισμούς, εἶναι ἀπόρροια τῆς πνευματικής ζωῆς».
Ἡ πνευματική ζωή, σύμφωνα μέ τήν Ἐκκλησία μας, ἀρχίζει μέ τό Βάπτισμα, τελειοποιεῖται μέ τό Χρῖσμα, ἄν χαθεῖ, ἐπανακτᾶται μέ τή Μετάνοια καί τήν Ἐξομολόγηση, διατηρεῖται καί αὐξάνεται μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Μᾶς κάνει νά ἀγαπᾶμε τόν Χριστό, νά ἀντιστεκόμαστε στίς ἄτακτες κλίσεις τῆς ψυχῆς, νά κατευθύνομε τή ζωή μας στόν δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου καί στήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Εἶναι πολυτιμότερη ἀπό χρυσάφι, πιό ἀξιαγάπητη ἀπό τήν ὀμορφιά, ἀνώτερη ἀπό πολιτικά ἀξιώματα καί πολύτιμα πετράδια. Ὅποιος τήν ἔχει κατέχει ἀνεκτίμητο θησαυρό. Ὅπως τό κλῆμα ἑνωμένο μέ τό ἀμπέλι φέρνει καρπό, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἑνωμένη μέ τόν Χριστό φέρνει «καρπό». Δέν ζεῖ πιά ἐκείνη, ἀλλά ὁ Χριστός βρίσκεται μέσα της καί τή γεμίζει μέ εἰρήνη καί χαρά. Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν κάνει τήν ψυχή κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ αὐξάνει μέσα της μέ τήν ἔμπονη προσευχή, τό πνεῦμα τῆς θυσίας καί τήν ἔμπρακτη ἀγάπη καί ἡ πρόοδός της ἀπαιτεῖ βία. Ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά προσεύχεται ὅπου κι ἄν βρίσκεται, γιατί ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών. Νά μή γίνεται πολυάσχολος, νά τόν πνίγουν οἱ φροντίδες καί νά τόν ἀπορροφᾶ ὁ ἀγώνας τῆς καθημερινότητας.
Τά ἐμπόδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι πολλά, τά κυριότερα ὅμως εἶναι δύο: ἡ περιέργεια καί ἡ φιλαυτία. Τό πρῶτο, εἶναι ἀληθινό καρκίνωμα τῆς ψυχῆς. Θέλει ὅλα νά τά ξέρει, νά τά ἀκούσει, νά τά δεῖ. Τῆς ἀρέσει ὁ θόρυβος, ὁ περισπασμός καί ἡ κοσμική ἐπίδειξη. Ἀπομακρύνεται ἔτσι ἀπό τήν ἀπομόνωση τῆς ἡσυχίας καί τή μελέτη τῆς προσευχῆς, γιά νά μάθει πῶς νά συμπεριφέρεται καί πῶς νά ζεῖ. Τό δεύτερο, εἶναι ἀρρωστημένη, ὑπερβολική καί ἄτακτη ἀγάπη γιά τόν ἑαυτό μας, προσκόλληση σέ ἁμαρτωλές ἡδονές, πού ἀπομακρύνουν τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό μέσα μας. Θεός καί ἁμαρτία δέν συμβιβάζονται. Ἀγάπη τοῦ κόσμου καί ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι δύο πράγματα ἀντίθετα. Στά δύο αὐτά ἐλαττώματα συμπεριλαμβάνονται καί ὅλα τά παρακλάδια τους. Στήν περιέργεια: ἡ κακολογία, ἡ συκοφαντία, τά κρυφομιλήματα, ἡ ζήλεια κ.ἄ. καί στή φιλαυτία: ἡ ὑπερηφάνεια, ὁ ἐγωϊσμός, τό μῖσος, ἡ ματαιοδοξία, ἡ φιληδονία κ.ἄ.
Ἀπαιτεῖται προσωπική μελέτη, προσπάθεια καί ἐργασία, γιά νά συναρμολογήσουμε, νά ἀναπτύξουμε καί νά σχηματίσουμε τό ὡραῖο πνευματικό οἰκοδόμημα πού λέγεται πνευματική ζωή.
† Ἀρχιμ. Ἰωήλ Νικολάου (Περιοδικό «Λυχνία Νικοπόλεως», Φεβρουάριος 2018 – Αρ. Φύλλου 415)