Ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού ἑορτάζει στὶς 15 Αὐγούστου ὁ χριστιανικὸς κόσμος, εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀπὸ τὶς ἑορτὲς ποὺ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς Μητρὸς τοῦ Κυρίου, τὶς θεομητορικὲς ἑορτές. Ἴσως εἶναι καὶ ἡ παλαιοτέρα ἀπὸ ὅλες. Τὶς πρῶτες μαρτυρίες ἔχουμε γι’ αὐτὴν κατὰ τὸν Ε΄ αἰώνα, γύρω στὴν ἐποχὴ ποὺ συνεκλήθη ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου (451 μ.Χ.), ποὺ καθώρισε τὸ θεομητορικὸ δόγμα καὶ ἔγινε αἰτία νὰ ἀναπτυχθῆ ἡ τιμὴ στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.
Γιὰ πρώτη φορὰ φαίνεται ὅτι συνεστήθη στὰ Ἱεροσόλυμα τὴν 13η Αὐγούστου καὶ λίγο ἀργότερα μετετέθη στὶς 15 τοῦ ἰδίου μηνός. Εἶχε δὲ γενικώτερο θεομητορικὸ χαρακτήρα, χωρὶς εἰδικὴ ἀναφορὰ στὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως. Ὠνομάζετο «ἡμέρα τῆς Θεοτόκου Μαρίας». Κέντρο τοῦ πανηγυρισμοῦ ἀναφέρεται στὴν ἀρχὴ ἕνα «Κάθισμα», ναὸς ἐπ’ ὀνόματί της, ποὺ εὑρίσκετο ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὸ τρίτο μίλιο τῆς ὁδοῦ ποὺ ὁδηγοῦσε στὴ Βηθλεέμ.
Ἡ σύνδεση τῆς ἑορτῆς αὐτῆς πρὸς τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ἔγινε στὸν περίφημο ναὸ τῆς Παναγίας ποὺ βρισκόταν στὴν Γεθσημανῆ, τὸ «εὐκτήριο τοῦ Μαυρικίου», ὅπου ὑπῆρχε καὶ ὁ τάφος της. Αὐτὸς ὁ ναὸς πολὺ σύντομα πῆρε τὸν χαρακτήρα τοῦ μεγαλύτερου θεομητορικοῦ προσκυνήματος καὶ ἡ ἀκτινοβολία του ἔγινε αἰτία ἡ πανήγυρίς του κατὰ τὴν 15η Αὐγούστου γρήγορα νὰ διαδοθῆ σ’ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο σὲ ἀνατολὴ καὶ δύση σὰν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἀργότερα ἐξήρθη ἡ ἑορτὴ μὲ τὴν προπαρασκευαστικὴ νηστεία καὶ τὴν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ μέχρι τῆς 23ης ἢ καὶ μέχρι τοῦ τέλους τοῦ Αὐγούστου καὶ ἔγινε ὄχι μόνο ἡ μεγαλυτέρα θεομητορικὴ ἑορτὴ ἀλλὰ καὶ μία ἀπὸ τὶς σπουδαιότερες ἑορτὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Αὐτὸ βέβαια ἦταν φυσικὸ νὰ γίνη, γιατί ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ προσφιλέστερο καὶ ἱερώτερο πρόσωπο μετὰ τὸν Κύριο καὶ γι’ αὐτὸ συνεκέντρωσε τὴν τιμὴ καὶ τὴν εὐλάβεια ὅλων τῶν χριστιανικῶν γενεῶν.
Ἀναρίθμητοι ναοὶ καὶ μονὲς ἔχουν κτισθεῖ πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεώς της, θαυμάσιες τοιχογραφίες παριστάνουν σὲ κάθε ναὸ πίσω ἀπὸ τὴν κεντρικὴ εἴσοδο σὲ ἐκπληκτικὲς συνθέσεις τὴν ἱερά της κηδεία, ὕμνοι ἐκλεκτοὶ ἔχουν διακοσμήσει τὴν ἀκολουθία της καὶ λόγοι λαμπροὶ καὶ ἐγκώμια ἐξεφωνήθησαν ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ νεωτέρους ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης της. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες γενεὲς συναγωνίσθησαν στὴν προσφορὰ ὅ,τι ἐκλεκτοτέρου εἶχαν νὰ παρουσιάσουν, γιὰ νὰ μακαρίσουν ἔργῳ καὶ λόγῳ τὴν Παρθένο Μαρία.
Γιὰ τὴν κατανόηση τοῦ ἑορτολογικοῦ περιεχομένου τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, ὅπως καὶ τῶν ἄλλων θεομητορικῶν ἑορτῶν, τῆς Συλλήψεως, τῆς Γεννήσεως καὶ τῶν Εἰσοδίων, πρέπει νὰ κάμωμε μία μικρὰ ἀναδρομὴ στὶς πηγές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀντλήθηκαν τὰ θεομητορικὰ αὐτὰ θέματα. Διαφορετικὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἑρμηνεύση κανεὶς ὅ,τι συνδέεται μὲ τὸν ἑορτασμὸ αὐτόν, τὰ συναξάρια, τὴν ὑμνογραφία καὶ τὴν εἰκονογραφία τους.
Οἱ αὐθεντικὲς ἱστορικὲς πηγές, τὰ Εὐαγγέλια καὶ τὰ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, δὲν μᾶς διέσωσαν πληροφορίες γιὰ τὸν πρὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ γιὰ τὸν μετὰ τὴν Ἀνάληψι τοῦ Κυρίου βίο τῆς Θεοτόκου. Πρόθεσις τῶν ἱερῶν συγγραφέων ἦταν νὰ ἀφηγηθοῦν τὸν βίο καὶ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅ,τι ἄμεσα συνεδέετο μὲ Αὐτὸν καὶ ὄχι νὰ ἱκανοποιήσουν τὴν εὐλαβῆ περιέργεια ἢ τὰ ἱστορικὰ ἐνδιαφέροντα τῶν ἀναγνωστῶν τους.
Ἡ παράδοσις ὅμως τῆς Ἐκκλησίας διέσωσε ἀπὸ στόματος εἰς στόμα διάφορες πληροφορίες πού ἀφοροῦσαν στὸν βίο τῆς Θεοτόκου πρὸ τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασί Του. Ἀργότερα διάφοροι εὐλαβεῖς, κατὰ τὸ πλεῖστον, συγγραφεῖς περιέλαβαν τὶς πληροφορίες αὐτὲς καὶ τὶς ἀνέπτυξαν μὲ τὴ φαντασία τους καὶ γιὰ νὰ ἔχουν περισσότερο κύρος ἔθεσαν στοὺς τίτλους τῶν ἔργων τους μεγάλα ἀποστολικὰ ὀνόματα.
Ἡ Ἐκκλησία ἀπέρριψε καὶ κατεδίκασε τὰ βιβλία αὐτὰ καὶ τὰ ὠνόμασε «Ἀπόκρυφα» καὶ «Ψευδεπίγραφα». Σὲ μεταγενεστέρα ἐποχὴ πολλὲς ἀπὸ τὶς διηγήσεις αὐτές, τουλάχιστον στὶς βασικές τους γραμμές, ἔδωσαν θέματα στὴ διαμόρφωσι ἑορτῶν, στὴ σύνταξι συναξαρίων, στὴν ποίηση ὕμνων καὶ στὴν εἰκονογραφία. Ἐξ ἄλλου, καθὼς προείπαμε, ὁ πυρὴν τῶν διηγήσεων αὐτῶν εἶχε ὡς βάσι του παμπάλαιες ἱστορικὲς παραδόσεις γὺρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.
Εἰδικὰ τὸ γεγονὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἀφηγεῖται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ μία ἀπόκρυφος διήγησις, ποὺ φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, τοῦ Ἰωάννου. Μία περίληψη τοῦ ἐκτενοῦς αὐτοῦ κειμένου θὰ παρουσιάσωμε ἐδῶ. Σὲ κάθε του σημεῖο ὁ ἀναγνώστης του θυμᾶται ἀντίστοιχες φράσεις ἀπὸ τοὺς ὕμνους καὶ τὸ συναξάριο τῆς ἑορτῆς καὶ λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως ποὺ ἐφιλοτέχνησαν βυζαντινοὶ ζωγράφοι.
Ἡ Παναγία μετὰ τὴν Ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ καθημερινῶς πηγαίνει στὸ ζωοδόχο μνῆμα καὶ προσεύχεται. Μία Παρασκευὴ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ παρουσιάζεται μπροστά της καὶ τὴν χαιρετᾶ: «Χαῖρε, ἡ γεννήσασα Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν. Ὁ Κύριος ἄκουσε τὴν προσευχή σου καὶ θὰ ἀφήσης τὸν κόσμο καὶ θὰ πορευθῆς εἰς τὴν ζωὴν τὴν ἀληθινὴν καὶ ἀδιάδοχον».
Ἡ Θεοτόκος ἐπιστρέφει στὸν οἶκο της, θυμιᾶ καὶ προσεύχεται στὸν Χριστὸ νὰ τῆς στείλη τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους, γιὰ νὰ παρασταθοῦν στὸν θάνατό της. Ἡ προσευχὴ της εἰσακούεται καὶ πρῶτος φθάνει, ἁρπαγείς ἀπὸ νεφέλη, ὁ Ἰωάννης καὶ σὲ λίγο ἐπὶ νεφελῶν καὶ οἱ λοιποὶ Ἀπόστολοι οἱ διεσπαρμένοι στὰ πέρατα τοῦ κόσμου.
Τὴν Κυριακὴ ἔρχεται μὲ τὴν ἀπαστράπτουσα δόξα Του καὶ μὲ χιλιάδες ἀγγέλους ὁ Κύριος νὰ παραλάβη τὴν ψυχὴ τῆς Μητρός Του. Ἐκείνη εὐλογεῖ τοὺς Ἀποστόλους καὶ τὸν κόσμο, δέεται γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων καὶ ἀφοῦ λαμβάνει τὴν ὑπόσχεσι ὅτι «πᾶσα ψυχὴ ἐπικαλουμένη τὸ ὄνομά της οὐ μὴ καταισχυνθῆ, ἀλλ’ εὕρη ἔλεος καὶ παράκλησιν καὶ ἀντίληψιν καὶ παρρησίαν καὶ ἐν τῷ νῦν αἰώνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι», παραδίδει τὴν ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Υἱοῦ της.
Οἱ Ἀπόστολοι περιπτύσσονται τὸ σκῆνος καὶ ψάλλοντες μεταφέρουν τὴν κλίνη μὲ τὸ σῶμα γιὰ ταφή. Ἕνας ἑβραῖος ὀνόματι Ἰεφωνίας ὁρμᾶ καὶ ἐπιχειρεῖ «κατὰ τῆς κλίνης», ἀλλ’ ἄγγελος Κυρίου μὲ «ξίφος πυρός» ἀποκόπτει τὰ χέρια του ἀπὸ τῶν ὤμων, ποὺ μένουν κρεμασμένα στὴν κλίνη. Αὐτὸς μετανοεῖ καὶ κολλῶνται πάλι τὰ χέρια του, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι ἀνενόχλητοι συνεχίζουν τὴν ἐκφορά. Τὸ σκῆνος θάπτεται σὲ καινὸ μνημεῖο στὴ Γεθσημανῆ, τὴν τρίτη ὅμως ἡμέρα «μετετέθη ἐν Παραδείσω».
(†) Ἰωάννης Φουντούλης