«Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. 3, 20).
Μετάφραση: «Ἰδού στέκομαι ἔξω ἀπό τήν θύραν καί κτυπῶ δυνατά. Ἐάν κανείς ἀκούσῃ τήν φωνήν μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν τῆς καρδίας του, θά ἔμβω εἰς αὐτόν, θά συνδεθῶ μέ αὐτόν στενῶς καί μέ πολλήν οἰκειότητα καί θά συμφάγω μαζί του χαίρων καί ἀγαλλόμενος διά τήν σωτηρίαν του. Καί αὐτός θά συμφάγῃ μαζί μου ἀπολαμβάνων τήν εὐφροσύνην καί τήν χαράν τῆς μακαρίας μου ζωῆς».
Στήν ᾿Επιστολή πρός τόν ᾿Επίσκοπο τῆς Λαοδικείας ὑπάρχει μία φράσις πού εἶναι ἐκ τῶν συγκινητικωτέρων ὄχι μόνον τῶν ἐπιστολῶν τῆς «Ἀποκαλύψεως», ἀλλ’ ὅλης τῆς Καινῆς Διαθήκης». Πρόκειται γιά τήν φράσι ἐκείνη πού παρουσιάζει τόν Κύριο νά στέκεται ἔξω ἀπό μιά θύρα καί νά κτυπᾷ, περιμένοντας ὑπομονετικά νά τοῦ ἀνοίξουν, γιά νά μπῇ μέσα. «…ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω», γράφει· καί προσθέτει· «ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ».
Ὑπέροχη πραγματικά εἰκόνα! ῎Εχει ἐμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες, οἱ ὁποῖοι, μέ τό χάρισμα πού τούς ἐχάρισε ὁ Θεός, ἠθέλησαν νά τήν ἀναπαραστήσουν καί μέ χρώματα. Ζωγραφίζουν μάλιστα συνήθως τήν πόρτα χωρίς ἐξωτερικό χερούλι, γιά νά δείξουν ὅτι αὐτή ἀνοίγει μόνο ἀπό μέσα. Πρέπει νά τήν ἀνοίξῃ ὁ οἰκοδεσπότης, γιά νά μπορέσῃ νά εἰσέλθῃ ὁ Κύριος! Μέ ἄλλα λόγια, δέν ἀναγκάζει ᾿Εκεῖνος κανένα. Σέβεται τήν ἐλευθερία μας. Κάμνει βέβαια τήν ἀρχή, ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾷ, καί μᾶς πλησιάζει. Δέν ὑπερβαίνει ὅμως τό σύνορο τῆς ἐλευθερίας μας, μέ τήν ὁποία μᾶς ἐπροίκισε ὁ ῎Ιδιος. Περιμένει τήν ἐλεύθερη ἀνταπόκρισι τοῦ πλάσματός Του.
Ἄν προσέξουμε καλύτερα τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου, διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι γραμμένα κατά τρόπον γενικόν. Δέν στέκεται δηλαδή ὁ Κύριος μόνο στήν ἄλφα ἤ βῆτα συγκεκριμένη θύρα, ἀλλά σέ κάθε θύρα καί κτυπᾷ. ῞Οποιος τόν ἀκούσῃ καί τοῦ ἀνοίξῃ, εἰσέρχεται. ῾Ο Θεός, μᾶς εἶπε ὁ ἀπόστολος Πέτρος, δέν εἶναι «προσωπολήπτης» (Πράξ. 10, 34). ῾Ο δέ ἀπόστολος Παῦλος ἐπρόσθεσε ὅτι «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α΄ Τιμ. 2, 4). Γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἔχυσε τό πανάγιο Αἷμα Του στόν Γολγοθᾶ. Γιά ὅλους ἐπίσης τούς ἀνθρώπους ἔχει ἑτοιμάσει τήν Βασιλεία Του. Κανένα δέν ἀποκλείει ᾿Εκεῖνος ἀπό τήν σωτηρία. Κανένα ἄνθρωπο δέν ἀφήνει ἔξω ἀπό τό στοργικό ἐνδιαφέρον Του. Πρός ὅλους δείχνει τήν ἀγάπη Του καί γιά τόν καθένα φέρνει τίς κατάλληλες συνθῆκες καί περιστάσεις, γιά νά συνδεθῇ μαζί Του πρός σωτηρίαν Του.
Ἡ λέξις «ἕστηκα», πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος στήν ᾿Επιστολή Του, εἶναι σέ χρόνο παρακείμενο. Ὡρισμένοι μάλιστα λέγουν ὅτι ἔχει ἔννοιαν ἐνεστῶτος. Σημαίνει· «῎Εχω σταθῆ ἀπό παλιά καί ἐξακολουθῶ νά στέκωμαι καί τώρα». Δέν εἶπε «ἔστην», πού σημαίνει «στάθηκα, κτύπησα καί ἔφυγα», ἀλλ’ «ἕστηκα», γιά νά δείξῃ τό διαρκές ἐνδιαφέρον Του γιά τόν καθένα μας.
Χρησιμοποιεῖ μάλιστα καί τήν λέξι «κρούω», πού εἶναι πιό ἔντονη, πιό δυναμική ἀπό ὅ,τι ἡ λέξις «κτυπῶ», γιά νά δείξῃ ὅτι κτυπᾷ δυνατά καί ἐπίμονα, ὥστε νά ἀκουσθῇ. ῞Οπως θά κτυποῦσε κάποιος τήν αὐλόπορτα ἑνός σπιτιοῦ, ἄν δέν ὑπῆρχε κουδούνι, γιά νά τόν ἀκούσουν οἱ νοικοκυραῖοι, πού βρίσκονται στό βάθος τοῦ σπιτιοῦ καί πιθανόν καί νά κοιμοῦνται.
«Στέκομαι ἔξω ἀπό τήν θύραν καί κτυπῶ δυνατά», λέει ὁ Θεός. Τί σημαίνουν τά ἔντονα αὐτά κτυπήματα τοῦ Κυρίου; Τό πρῶτο πού σημαίνει αὐτή ἡ λέξις εἶναι ὅτι ὁ Κύριος θέλει νά ἀκουσθῇ τό κτύπημά Του ὁπωσδήποτε. Νά μή μπορῇ δηλαδή νά πῇ κανείς ἄνθρωπος: «Δέν κτύπησε τήν πόρτα μου ὁ Θεός, δέν ἔδειξε καί γιά μένα τό ἐνδιαφέρον Του». Κτυπᾷ δυνατά «πάλιν καί πολλάκις», γιά νά εἶναι ἀναπολόγητος ὅποιος δέν θά τοῦ ἀνοίξῃ.
Κτυπᾷ δυνατά, διότι ὡρισμένοι ἄνθρωποι φέρονται σάν νά ἔχουν βουλωμένα τά αὐτιά τους. Λές καί ἔχει πάθει κάποια βλάβη ἡ ἀκοή τους. Καί ἐνῶ ἀκούουν πολλούς ἄλλους ἤχους, ἀκόμη καί ψιθύρους, ὅμως στά κτυπήματα καί στά καλέσματα τοῦ Κυρίου γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους μοιάζουν σάν κωφοί. Ἀδιαφοροῦν καί δέν καταλαβαίνουν τίποτε.
Κτυπᾷ δυνατά ὁ Κύριος, ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾷ καί θέλει τό καλό μας. Ξέρει τί ἔχει νά προσφέρῃ σ’ αὐτόν πού θά τοῦ ἀνοίξῃ, καί δέν θέλει νά χάσῃ κανείς τά δῶρα Του. Γνωρίζει πόση εὐτυχία θά ἀπολαύσῃ αὐτός πού θά τοῦ ἀνοίξῃ τήν καρδιά του, καί γι’ αὐτό ἐπιμένει νά κτυπᾷ δυνατά.
Τά δέ δυνατά αὐτά κτυπήματα εἶναι πολλά καί διάφορα. Κτυπᾷ μέ πρόσωπα πού στέλνει ᾿Εκεῖνος στήν ζωή μας μέ σκοπό τήν σωτηρία μας. ῞Ενας εὐλαβής ἐπί παραδείγματι ἱερεύς στήν ἐνορία μας μέ τό ἐνάρετο παράδειγμά του εἶναι μία διαρκής κροῦσις τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους γιά μετάνοια καί σωτηρία. Τό πέρασμά του ἀπό τούς δρόμους μας εἶναι ἕνα κτύπημα, τό ἴδιο ἤ καί πιό σημαδιακό ἀπό ὅ,τι ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. ῞Ενας πιστός καί εὐσυνείδητος ὑπάλληλος ἐπίσης σέ μιά ὑπηρεσία ἤ σ’ ἕνα ἐργοστάσιο εἶναι κροῦσις Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός του. Κροῦσις καί κλῆσις πρός μετάνοιαν.
Κτυπήματα ὅμως στήν θύρα τῆς καρδιᾶς κάνει ὁ Κύριος καί μέ γεγονότα. Κάποτε – κάποτε μάλιστα καί μέ θλιβερά γεγονότα. Μιά ἀρρώστια, μιά ἄλλη θλῖψι χρησιμοποιοῦνται ἀπό τήν ἀγάπη Του σάν πολύ ἔντονα κτυπήματα, γιά νά ξυπνήσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἁμαρτίας. Χρησιμοποιεῖ ὅλους τούς τρόπους, γιά νά κερδίσουμε τελικά καί ἀπολαύσουμε ἐμεῖς τά δῶρα Του.
Τό πῶς τώρα ἀνταποκρίνονται οἱ ἄνθρωποι στά ἔντονα αὐτά κτυπήματα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄλλη ὑπόθεσις. Τό βλέπουμε ἄλλως τε καθημερινά. Ἀρκετοί, σάν νά εἶναι βαρήκοοι καί κωφοί, δέν ἀκούουν τίποτε. Τόν ἀφήνουν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς ψυχῆς τους ἤ τῆς οἰκογενείας τους νά στέκεται, νά κτυπᾷ καί νά περιμένῃ. Ἀδιαφοροῦν ἐντελῶς γιά τήν ἀγάπη Του καί φυσικά καί γιά τήν σωτηρία τους. Δέν ἀποκλείεται μάλιστα νά τόν θεωροῦν καί ἀνεπιθύμητο ἐπισκέπτη, ὅπως τότε ἐκεῖνοι οἱ Σαμαρεῖται πού ἔδιωξαν τόν Κύριο ἀπό τήν περιοχή τους (Λουκ. 9, 52-53).
Τί τραγικό ἀλήθεια! Νά ἔρχεται ὁ Κύριος καί νά θέλῃ νά φέρῃ τήν εὐτυχία στήν ψυχή μας καί στό σπίτι μας, κι ἐμεῖς νά μή τοῦ ἀνοίγουμε! Νά τόν ἀφήνουμε ἀπ’ ἔξω! Ποιόν; Τόν παντοδύναμο καί φιλάνθρωπο Σωτῆρα καί Εὐεργέτη μας!
Ἄς προσέξουμε λοιπόν καλύτερα, ἀδελφέ μου, τήν στάσι τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας καί ἄς φροντίσουμε νά ἀνταποκρινώμαστε θετικά πάντοτε στά κτυπήματα τῆς ἀγάπης Του. Πρόκειται γιά τό δικό μας ὄφελος! Ἀφορᾷ τήν δική μας αἰώνια εὐτυχία!
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Γ. Ψαλτάκη «Μηνύματα ἀπό τό βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως»).