Έλεγαν για κάποιον αδελφό ότι πολεμήθηκε από τον πειρασμό της βλασφημίας και ντρεπόταν να το πει. Όπου, δηλαδή, άκουγε για μεγάλους γέροντες, πήγαινε σε αυτούς για να εξομολογηθεί, όταν όμως έφτανε, ντρεπόταν να το ομολογήσει.
Πολλές φορές, λοιπόν, επισκέφθηκε και τον αββά Ποιμένα, και ο γέροντας τον έβλεπε ότι έχει λογισμούς και λυπόταν που ο αδελφός δεν τους έλεγε.
Μια μέρα, λοιπόν, καθώς τον ξεπροβόδιζε, του είπε: «Τόσον καιρό τώρα έρχεσαι εδώ έχοντας λογισμούς να μου εξομολογηθείς, και όταν έρθεις, δεν θέλεις να τους πεις, αλλά κάθε φορά φεύγεις κρατώντας τους μέσα σου να σε βασανίζουν. Πες μου, λοιπόν, παιδί μου, τι είναι αυτό που έχεις». Εκείνος του αποκρίθηκε: «Ο διάβολος με πολεμά να βλασφημήσω τον Θεό, και ντρεπόμουν να το πω». Και αφού του περιέγραψε τι του συμβαίνει, αμέσως ξελάφρωσε. «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου», του είπε ο γέροντας. «Όταν έρχεται ο λογισμός αυτός, να λες: “Εγώ δεν έχω καμιά σχέση. Η βλασφημία σου να πέσει επάνω σου, Σατανά, γιατί αυτό το πράγμα δεν το θέλει η ψυχή μου”. Και κάθε πράγμα που δεν το θέλει η ψυχή, δεν κρατά πολύ». Έτσι ο αδελφός έφυγε θεραπευμένος.