Κάποια μέρα, κατά το σούρουπο, ένας αγρότης καθήμενος στο κατώφλι του ταπεινού σπιτιού του απολάμβανε το δροσερό αεράκι. Πολύ κοντά ένας δρόμος οδηγούσε στην πλατεία του χωριού.
Ένας άνδρας, καθώς περνούσε, είδε τον αγρότη και σκέφθηκε: «Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι τεμπέλης. Δεν εργάζεται και όλη τη μέρα την περνά ρεμβάζοντας στο κατώφλι του σπιτιού του!».
Λίγο αργότερα, φάνηκε στην άκρη του δρόμου ένας άλλος περαστικός. Είδε τον γεωργό και σκέφθηκε: «Να ένας γυναικάς! Την άραξε παρατηρώντας τα κορίτσια και τις γυναίκες που περνούν. Δεν είναι απίθανο να τις παρενοχλεί κιόλας!»
Πριν σκοτεινιάσει πέρασε και ένας ξένος. Είδε το γεωργό και σκέφθηκε: «Ο άνθρωπος αυτός σίγουρα εργάσθηκε σκληρά όλη μέρα. Τώρα μπορεί να χαρεί και να ξεκουραστεί. Το αξίζει!».
Γεγονός είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πολλά για τον γεωργό που καθόταν στο πλατύσκαλο. Αντιθέτως μπορούμε να πούμε πολλά για τους τρεις περαστικούς.
Bruno Ferrero (απόδοση Α. Γκάτζιος)