Κάποτε ἕνας ἱεροκήρυκας ἔκανε μιά περιοδεία καί περνῶντας ἔξω ἀπό μία ἀγροικία, μιά στάνη, λέει: «Δέν σταματάω καί σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν χριστιανό; Κάτι θά βρῶ νά τοῦ πῶ». Μπῆκε, λοιπόν, καί ἄρχισε νά τοῦ μιλάη γιά τόν Κύριο. Πρόσεξε ὅμως ὅτι μέσα στό σπίτι δέν ὑπῆρχαν εἰκόνες. Τοῦ μίλησε, λοιπόν, γιά τίς εἰκόνες.
– Τί εἶναι αὐτό; ρώτησε ὁ χωρικός.
Ἔβγαλε μία ὁ ἱεροκήρυκας ἀπό τήν τσεπούλα του, τοῦ τήν ἔδωσε. Τοῦ εἶπε νά ἀνάβη τό καντηλάκι, νά κάνη προσευχή… Τόν δίδαξε ἀρκετά.
Ἐνθουσιάστηκε ὁ χωρικός. Μέ τήν πρώτη εὐκαιρία κατεβαίνει στήν πόλι, παίρνει μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας. Τοῦ ἄρεσε, ἔτσι ὅπως κρατοῦσε τό βρέφος Ἰησοῦ. Βλέπει καί τόν Ἅγιο Δημήτριο, καβαλάρη, μέ τό ἀκόντιο. «Θά τόν πάρω, νά χτυπάει τόν ἐχθρό», σκέφθηκε. Ἄς πάρω καί αὐτόν τόν μακρυγένη Ἅγιο…». Ἦταν ὁ Ἅγιος Νικόλαος.
Τούς ἔβαλε μέσα στό σπιτάκι του καί ἄρχισε νά κάνη τήν προσευχούλα του στήν Παναγία, στόν Ἅγιο Δημήτριο, στόν Ἅγιο Νικόλαο.
Δέν πέρασαν πολλές ἡμέρες καί κάποια φορά πού ἔλειψε, μπῆκαν μέσα στό σπίτι του κλέφτες καί τοῦ τά πῆραν ὅλα. Δέν τοῦ ἄφησαν τίποτα. Ἔμειναν μόνο οἱ τρεῖς εἰκόνες.
Μπαίνει μέσα ἔκπληκτος, βλέπει ὅτι ὅλα τοῦ τά εἶχαν κλέψει. Πηγαίνει λοιπόν στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας:
– Καλά, ἐσύ εἶχες νά φροντίσης τό μωρό, νά τό πλύνης, νά τό ταΐσης, δέν προλαβαίνεις. Τί νά πρωτοκάνης; Τό μωρό νά κοιτάξης ἤ τούς κλέφτες
Πάει στόν Ἅγιο Δημήτριο.
– Κι ἐσύ, καβαλάρης, ὥσπου νά βγάλης τό ἄλογο ἀπό τό σταῦλο, νά τό σελώσης, νά τό ἐτοιμάσης, φύγανε οἱ κλέφτες.
– Ἄμ, ἐσύ (ἀπευθύνεται στόν Ἅγιο Νικόλαο), τί ἔκανες; Τίποτα δέν ἔκανες! Γιατί δέν φύλαγες τά πράγματα; Λοιπόν, γιά τιμωρία σέ βγάζω ἔξω!
Παίρνει τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί τήν κρεμάει ἔξω.
– Ἐδῶ θά καθίσης, μέχρι νά ἔρθουν τά πράγματα πίσω!
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ καταφθάνουν οἱ κλέφτες, φορτωμένοι μέ τά πράγματα.
– Πᾶρ’ τα γρήγορα, γιατί ἕνας γέρος μᾶς τρέλλανε στό ξύλο!
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐπέστρεψε τά πράγματα πίσω κάνοντας τό θαῦμα!
Από το βιβλίο Εμπειρίες από τη Θεία Λειτουργία, του πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστόπουλου, σσ. 80-81.