Η Συνθήκη της Λωζάνης, που υπεγράφη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις υπόλοιπες χώρες που πολέμησαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στη Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ, η οποία δεν συμμετείχε στην προηγούμενη Συνθήκη.
Συμβαλλόμενοι ήταν από τη μια πλευρά ήταν η νεότευκτη κυβέρνηση της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας, που έρχεται να αντικαταστήσει την παραποιούσα Οθωμανική́ Αυτοκρατορία, και από την άλλη επτά χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Οι υπόλοιπες ήταν η Βρετανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Ρουμάνια και το τότε Σερβο-κροατικό-σλοβενικό κράτος. «Φιλική» συμμετοχή είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Σοβιετική Ένωση και η Βουλγαρία.
Επίσης, η Συνθήκη απαρτίζεται από το βασικό κείμενο συν άλλες δεκαεπτά εξίσου σημαντικές συμβάσεις, πρωτοκόλλα και δηλώσεις, κάποιες εκ των οποίων οριστικοποιηθήκαν πολύ πριν από το καλοκαίρι.
Η υπογραφείσα Συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα της σχετικής διάσκεψης που ξεκίνησε στις 7 Νοεμβρίου 1922 μεταξύ των προαναφερομένων μελών. Στο κείμενο της Συνθήκης συμπεριλαμβάνεται και η Σύμβαση της Λωζάνης που αποτελεί συντομότερο κείμενο και υπογράφηκε νωρίτερα, στις 30 Ιανουαρίου 1923.
Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρά Ασία, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της Συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 άρχισε το συνέδριο που διακόπηκε έπειτα από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από επτάμιση μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με τη Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της διεθνοποιημένης ζώνης των Στενών, η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Επίσης παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων εκτός της ζώνης των Στενών.
Ένα σημείο διαφωνίας ήταν η καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων από την Ελλάδα, κάτι για το οποίο η τελευταία δήλωνε αδυναμία. Τελικά η Τουρκία δέχθηκε να της αποδοθεί το τρίγωνο του Κάραγατς στη Θράκη, γνωστό και ως Παλαιά Ορεστιάδα, αντί αποζημιώσεων. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Όμως, το 1926 η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία.
Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες. Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιλαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.