Κάποτε ο κόσμος γιόρταζε Χριστούγεννα. Κάποτε! Τότε που είχε η ζωή σκοπό και νόημα ο αγώνας. Τότε που οι Χριστιανοί λαχταρούσαν τα Χριστούγεννα, ετοιμάζονταν για τα Χριστούγεννα. Νήστευαν τη Σαρακοστή, προσεύχονταν, εξομολογούνταν, πρόσμεναν…
Τότε που η δασκάλα, ο δάσκαλος κρεμούσαν από τα χείλη τους τα μάτια των παιδιών και στάλαζαν μες στην ψυχή το όνειρο: «Να ήμουν κι εγώ εκεί· να ήμουν εκεί, στη Βηθλεέμ, στον στάβλο· να ήμουν του στάβλου ένα άχυρο».
Τότε που τα παιδιά ήταν παιδιά και μελωδούσαν με τους βοσκούς τα κάλαντα μες στη νυχτιά και περπατούσαν δρόμους και στενά πάνω στων Μάγων τα άλογα.
Τότε που μάζευε η γιορτή τα πλοία στην Πατρίδα από τους λωτούς της ξενιτιάς και έφερνε σπίτι τον πατέρα, στη μαύρη μάνα το παιδί, τον άντρα στη γυναίκα.
Κάποτε… τότε… γιόρταζαν Χριστούγεννα.
Έπειτα ήρθε λίβας δυτικός, το εμπόριο, και τα έκαψε. Έκανε στάχτη τη γιορτή, τα όνειρα κουρέλι. Έδιωξε από τη Φάτνη τον Χριστό και έβαλε τον χρυσό στη θέση του. Τα δώρα, τα ψώνια, τα ταξίδια σε άλλους τόπους μακρινούς έγιναν της γιορτής ο μόνος κι άχαρος σκοπός. Έγινε η γιορτή απόδραση, λες σαν φυλακισμένων, προς τα βουνά, στα χιόνια, σε άλλους λαούς και τόπους. Στους πέντε ανέμους σκόρπισε η Φάτνη της Βηθλεέμ, και η φαμελιά κατάντησε «το σπίτι των ανέμων».
Τώρα η ιστορία αυτή φτάνει στο τέλος της. Μετά την ύπουλη υπονόμευσή της τόσων δεκαετιών, η εορτή δέχεται πια το χτύπημα κατάστηθα. Η δυτική δαιμονολατρία, την ώρα που το αντίπαλο παρανοϊκό σύστημα αντικαθιστούσε τα Χριστούγεννα με τα Σταλινούγεννα, μετέτρεψε τη Γέννηση του Χριστού σε γέννηση του οποιουδήποτε· τα «Christmas» (=Χριστούγεννα) σε «Χmas» (=γέννηση του «Χ»), τάχα χάριν συντομογραφίας.
Σήμερα δε η βρυκολακιασμένη Ευρώπη, δήθεν για να μην ενοχλούνται οι αλλόθρησκοι, απαγορεύει ήδη σε μια μετά την άλλη τις μεγάλες πόλεις της εορταστικό διάκοσμο, που υπενθυμίζει τη Γέννηση του Χριστού. Φώτα μόνο, χωρίς το Άστρο των Μάγων, χωρίς Φάτνη, αγγέλους και βοσκούς.
Εορτάζει τα γενέθλια όλων και καταργεί σταδιακά τη Γέννηση του Σωτήρος. Καθιερώνει παγκόσμιες ημέρες για τα πιο γελοία πράγματα: ύπνου, χορού, κέικ, μπύρας, γέλιου, ομοφυλοφοβίας, αριστερόχειρων κ.τ.λ., και σβήνει τη μόνη άξια τιμής ημέρα του Χριστού. Θαρρεί κανείς πως ακούει από τα βάθη των αιώνων τη μανιακή κραυγή των αφρόνων: «Δεῦτε καὶ καταπαύσωμεν πάσας τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς» (Ψαλ. 73, 8).
Εκ πρώτης όψεως αυτή η εξέλιξη φαντάζει αρνητική. Και αναμφιβόλως είναι θλιβερή, αφού ο κόσμος μας χάνει και το ελάχιστο χριστουγεννιάτικο χρώμα που του είχε απομείνει. Γεγονός που δεν μπορεί παρά να προκαλεί πόνο και θλίψη. Στην πραγματικότητα, όμως, η ραγδαίως εξελισσόμενη αυτή αρνητική ατμόσφαιρα, αποτελεί το καταλληλότερο περιβάλλον για να ανακαλύψουμε τα αληθινά Χριστούγεννα. Είναι πλεονέκτημα και προνόμιο να ζει κανείς σ’ αυτή τη δραματική καμπή της ιστορίας. Πλεονέκτημα και προνόμιο, διότι δυσκολότερα σε αυτές τις συνθήκες θα αποπροσανατολισθούμε, και φυσικότερα θα κινηθούμε στο βάθος και την ουσία της Εορτής. Ευκολότερα πλέον θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τον επιδερμικό εορτασμό των φωταψιών και των εδεσμάτων, και θα αναζητήσουμε το αληθινό «φῶς τὸ τῆς γνώσεως» που ανατέλλει από το Σπήλαιο της Βηθλεέμ· θα ποθήσουμε την «τροφήν τοῦ παντός κόσμου», τον ενανθρωπήσαντα Θεό.
Η πρόκληση είναι μεγάλη. Σε πείσμα των αντίθεων δυνάμεων, να ζήσουμε αληθινά Χριστούγεννα!