Σε ένα από τα µεγάλα µοναστήρια στη Θηβαΐδα της Αιγύπτου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πριν φύγει για την έρηµο, ο άγιος Ονούφριος. Νεογέννητο µωρό ήταν, όταν τον έφερε και τον άφησε στο µοναστήρι ο πατέρας του, ο βασιλιάς της Περσίας, έπειτα από θεϊκή αποκάλυψη. Μέχρι ο µικρός Ονούφριος να γίνει τριών χρονών ερχότανε στο µοναστήρι κάθε µέρα µια ελαφίνα και τον θήλαζε. Ζούσε σαν µοναχός και εκείνος ανάμεσα στους μοναχούς, ακολουθώντας τις νηστείες και µετέχοντας στη λειτουργική ζωή µε προθυµία. Μέσα από τα παιδικά του µάτια τα έβλεπε όλα ετούτα σαν να ήταν ένα ατέλειωτο παιχνίδι.
Οι πατέρες του µοναστηριού τον αγαπούσαν πολύ και ο ηγούµενος είχε δώσει εντολή στον τραπεζάρη να του δίνει φαγητό, όποτε ο µικρός Ονούφριος του ζητούσε, γνωρίζοντας τις ιδιαίτερες ανάγκες που έχει ένα παιδί όταν βρίσκεται στην ανάπτυξη. Έχοντας ετούτο το προνόµιο ο µικρός Ονούφριος πήγαινε µε θάρρος και ζητούσε από τον τραπεζάρη, τον πατέρα Ευλόγιο, φαγητό. Και έπαιρνε άλλες φορές φρούτα, άλλοτε ελιές, συχνά ψωµί και πότε-πότε µέλι, που του άρεσε ιδιαίτερα.
Κάποια, όµως, στιγµή ετούτη η επίσκεψη στην κουζίνα άρχισε να γίνεται όλο και πιο συχνή, πράγµα που έκανε εντύπωση στον τραπεζάρη.
«Κάποιο ζώο θα ταΐζει ο Ονούφριος», σκέφτηκε κι αποφάσισε να τον πάρει στο κατόπι να δει τι κάνει το ψωµί που παίρνει.
Έτσι λοιπόν µια µέρα, όταν ο µικρός Ονούφριος βγήκε από την κουζίνα κρατώντας το ψωµί του, ο πατήρ Ευλόγιος τον ακολούθησε. Με έκπληξη τότε τον είδε να µπαίνει µέσα στον Ναό και να κλείνει πίσω του την πόρτα. Αθόρυβα και γρήγορα ο καλόγερος σκαρφάλωσε πάνω σ’ ένα τοιχάκι και από το πλαϊνό παράθυρο κοίταξε µέσα στην εκκλησιά. Βλέπει τότε τον Ονούφριο να πλησιάζει στο τέµπλο, να στέκεται µπρος στην εικόνα της Παναγιάς της Βρεφοκρατούσας και απλώνοντας ανοιχτά την παλάµη του µε το ψωµί να λέει στον µικρό Χριστό:
«Σου έφερα και σήμερα ψωμάκι, μιας και δεν σου δίνει κανείς να φας». Τότε ο µικρός Χριστός άπλωσε το χεράκι Του, πήρε τη φέτα του ψωµιού και, όπως το µάζεψε ξανά, εκείνη εξαφανίστηκε µέσα στην εικόνα.
Όταν τα είδε αυτά ο πατήρ Ευλόγιος σάστισε. Σαν τρελός πήγε τρέχοντας στον ηγούµενο και του τα διηγήθηκε όλα µε κάθε λεπτοµέρεια.
– Άκουσε καλά τι θα κάνεις, του είπε χαµογελώντας ο ηγούµενος. Δεν θα του ξαναδώσεις ψωµί. Κι αν εκείνος σε παρακαλέσει, τότε να του πεις να πάει να ζητήσει ψωµί από Εκείνον, που τόσο καιρό τώρα τάιζε.
Την άλλη µέρα, όταν στάθηκε ο Ονούφριος µπρος στον τραπεζάρη για να του ζητήσει λίγο ψωµί, η απάντηση τον έκαµε να σκύψει λυπηµένος το κεφάλι του.
– Δεν σου δίνω, του είπε ο πατήρ Ευλόγιος. Αν θες ψωµί να πας να ζητήσεις από Εκείνον, που τόσο καιρό τώρα τάιζες.
Πέρασαν έτσι δυο-τρεις µέρες κι αφού ο Ονούφριος είδε πως δεν του έδιναν πια ψωµί, πήγε στην εκκλησιά και στάθηκε λυπηµένος µπρος στην εικόνα της Παναγιάς. Με θλίψη τότε λέει στον µικρό Χριστό που κρατούσε στην αγκαλιά της.
– Μέρες τώρα πάω να γυρέψω ψωµί στον τραπεζάρη και εκείνος δεν µου δίνει. Μου λέει µάλιστα να πάω να ζητήσω ψωµί από Εκείνον, που τόσον καιρό τώρα τάιζα. Γι’ αυτό και εγώ ήρθα…
Σαν τέλειωσε το παράπονό του, βλέπει τον µικρό Χριστό ν’ απλώνει το χεράκι Του και να του δίνει ένα µεγάλο και ζεστό καρβέλι ψωµί. Το χεράκι του Χριστού βγήκε από την εικόνα και απόθεσε το ψωµί στα χέρια του παιδιού.
Ο πατήρ Ευλόγιος, ο τραπεζάρης, που κατά την εντολή του γέροντα παρακολουθούσε κατά πόδας τον µικρό Ονούφριο και είχε γίνει η σκιά του, είδε τα όσα έγιναν σκαρφαλωµένος πάνω στο πλαϊνό παράθυρο της εκκλησιάς και λίγο έλειψε να πέσει λιπόθυµος καταγής.
Ο Ονούφριος πήρε το ψωµί γεµάτος χαρά στην αγκαλιά του. Το καρβέλι ήταν πολύ µεγάλο και µε δυσκολία το σήκωνε. Μοσχοµύριζε µάλιστα τόσο ωραία, που η µυρωδιά του σκορπίστηκε σε όλο το µοναστήρι και έκανε τους πατέρες να βγουν από τα κελιά τους και να αναζητήσουν από πού έρχεται αυτή η ωραία µυρωδιά του φρεσκοψηµένου ψωµιού.
Με έκπληξη είδανε τότε τον Ονούφριο να βγαίνει από την εκκλησία κρατώντας το μεγάλο καρβέλι προσπαθώντας να ισορροπήσει το βάρος πάνω στα µικρά του χέρια. Αµέσως δυο µοναχοί έτρεξαν και τον βοήθησαν να το φέρει στην τράπεζα.
Για µέρες πολλές ολόκληρη η αδελφότητα έτρωγε και χόρταινε απ’ το ευλογηµένο εκείνο ψωµί.
Για τον µικρό Ονούφριο ήτανε σίγουρα µια πρόγευση του άρτου, που ο Χριστός θα τον έτρεφε στην έρηµο, όταν σαν ερηµίτης θα ζούσε εκεί για εξήντα ολόκληρα χρόνια.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Άννας Ιακώβου, Όταν γελάει ο Ουρανός, εκδ. Άθως.