Κάποιος μοναχός της Μονής του Σαρώφ κυριεύθηκε από μελαγχολία. Μια φορά μάλιστα που ένιωσε να φθάνει στην απόγνωση, ζήτησε τη συμπαράσταση ενός αδελφού.
Βγήκαν και οι δύο έξω από τη Μονή μετά τον Εσπερινό και άρχισαν να περιπατούν στον κήπο και να παρηγορούνται με τη συζήτηση. Πλησίασαν στον σταύλο της Μονής. Εκεί κοντά άρχιζε το δρομάκι που οδηγούσε στην πηγή του Οσίου Σεραφείμ. Ο άρρωστος αδελφός θέλησε ν’ αλλάξει κατεύθυνση, για να μην συναντηθεί με τον Στάρετς σ’ αυτήν την ψυχική κατάσταση. Πριν, όμως, προφθάσουν ν’ απομακρυνθούν, τον βλέπουν να έρχεται προς το μέρος τους. Οι δύο Μοναχοί έπεσαν με σεβασμό στα πόδια του. Εκείνος τους ευλόγησε και τους μίλησε με ασυνήθιστη καλωσύνη. Σαν στοργικός πατέρας.
Κατόπιν άρχισε να ψάλλει ένα τροπάριο της ενάτης ωδής του μικρού Παρακλητικού κανόνος της Θεοτόκου, που ψάλλεται σε κάθε θλίψη και δοκιμασία: «Χαρᾶς μου τὴν καρδίαν πλήρωσον, Παρθένε, ἡ τῆς χαρᾶς δεξαμένη τὸ πλήρωμα, τῆς ἁμαρτίας τὴν λύπην ἐξαφανίσασα». Δηλαδή, γέμισε με χαρά την καρδιά μου, Παρθένε, Εσύ που δέχθηκες μέσα Σου τον Χριστό, ο Οποίος είναι η χαρά σε τέλειο βαθμό, και έτσι εξαφάνισες τη λύπη που προκαλούσε η αμαρτία.
Ύστερα χτύπησε το πόδι του στην γη και είπε: «Δεν μας επιτρέπεται να μελαγχολούμε. Ο Χριστός νίκησε τα πάντα! Ανάστησε τον Αδάμ! Ελευθέρωσε την Εύα! Θανάτωσε τον θάνατο!».
Η ψυχική κατάσταση του Στάρετς μεταδόθηκε στην ψυχή των αδελφών. Ζωογονημένοι τώρα με τη χαρά του, επέστρεψαν στη Μονή ειρηνικοί.
Απόσπασμα από το βιβλίο, Χαρίσματα και Xαρισματούχοι, τ. Α΄, Ι. Μ. Παρακλήτου.