Ο Γέροντας αγαπούσε να εργάζεται και δεν σταματούσε καθόλου στις ώρες πού επέτρεπε το πρόγραμμα. Το εργόχειρό μας τότε ήταν σταυρουδάκια σκαλιστά, τα οποία σκάλιζε με μεγάλη ευχέρεια και ταχύτητα, αφού εμείς ετοιμάζαμε το ξύλο.
Έμενε μόνος του στο καλυβάκι που του χτίσαμε μακρύτερα από μας. Πηγαίναμε να τον βρούμε το μεσημέρι και μετά φεύγαμε ο καθένας μόνος του. Το μέρος εκεί ήταν απόμερο και ήσυχο, αλλά ήταν πιο εκτεθειμένο στους καιρούς. Έτσι, το κρύο ήταν περισσότερο, ώσπου τον πείσαμε να του βάλουμε λίγη θέρμανση με καμιά σόμπα.
Πήρα, εγώ ο ευτελής, τα μέτρα και ετοίμασα τα υλικά, για να τη φτιάξω με λαμαρίνα απ’ έξω και μέσα χτιστή με πηλό. Ετοιμάστηκα για την επομένη, όπως του έταξα αποβραδίς, και το πρωί μάζεψα τα εργαλεία μου και τα υλικά και πήγα κάπου εκεί κοντά να τη φτιάξω και να την τοποθετήσω μετά.
Έβαλα μετάνοια, όπως πάντα, και άρχισα με καλό καιρό, γιατί δούλευα έξω στο ύπαιθρο. Μόλις μέτρησα και έκοψα τα εξαρτήματα και άρχισα να δουλεύω, χάλασε απότομα ο καιρός. Μετά, εύρισκα μια παράξενη δυσκολία σε οτιδήποτε και αν επιχειρούσα να κάνω. Φυσούσε ένας παράξενος αέρας, που δεν είχε κατεύθυνση προς κανένα σημείο, μόνο σήκωνε τα πάντα κατ’ επάνω μου και μου ΄φερνε στο πρόσωπο οτιδήποτε βρισκόταν στον τόπο∙ λαμαρίνες, σανίδες, παλιόχαρτα και άμμο.
Παραδόξως μου έφευγαν τα εργαλεία και κατρακυλούσαν μακριά χωρίς λόγο, διότι ο τόπος δεν ήταν παντελώς κατωφερής. Τα καρφιά στράβωναν χωρίς λόγο, με την παραμικρή πίεση, έσπαζαν τα τρυπάνια, άλλαζαν τα σχέδιά μου, που τα είχα μετρημένα και κομμένα με ακρίβεια.
Στην αρχή δεν υπολόγισα τίποτε και βιαζόμουν να επαναφέρω τα πράγματα στην τάξη και να συνεχίσω. Σε λίγο όμως το πράγμα έγινε πολύ αισθητό ότι κάτι συνέβαινε. Σταμάτησα λίγο όμως, γιατί είχα κατασυντρίψει κυριολεκτικά όλα μου τα δάχτυλα και μια παράξενη ταραχή μέσα μου, μου προκαλούσε οργή, σύγχυση, ανυπομονησία. «Περίεργο πράγμα, λέω, κάτι συμβαίνει»!
Εν τω μεταξύ και ο καιρός επιδεινώθηκε, κάτι που με ανάγκασε να διακόψω. Πήγα στον Γέροντα. Αυτή η κατασκευή απαιτούσε δυο με τρεις, το πολύ, ώρες δουλειά και πέρασαν περισσότερο από έξι ώρες, χωρίς να έχω κάνει τίποτα.
Τότε θυμήθηκα κάτι πού μου είχε πει ο Γέροντας το πρωί, όταν ξεκίνησα, και δεν το έλαβα υπόψιν. «Άντε να δούμε, μου είχε πει, θα κάμεις τίποτε σήμερα;».
Εγώ δεν έδωσα σημασία στο νόημα αυτών των λέξεων, αλλά σκέφτηκα πως το είπε για να με ταπεινώσει ίσως, γιατί ήξερα αυτή τη δουλειά. Μάλιστα φιλοδοξούσα να τελειώσω και συντομότερα και επιτυχέστερα για να τον αναπαύσω και με την κρυφή χαρά πως μας επέτρεψε να του βάλουμε θέρμανση και αυτό θα το έκανα μόνος μου εγώ!
Πήγα, λοιπόν, του χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε. Μόλις με είδε ταραγμένο, άρχισε να γελάει.
«Γέροντα, λέω, τι συμβαίνει εδώ; Και γιατί μου είπες το πρωί σαν πρόρρηση, ‘’αν τελειώσω’’; Αφού ξέρεις πως για μένα τούτο ήταν παιχνίδι».
«Εσύ τι συμπέρανες πώς ήταν;», μου είπε χαριεντιζόμενος.
«Πειρασμός, του είπα, σατανική ενέργεια».
«Αυτό ήταν, μου απάντησε. Και άκουσε να μάθεις το φαινόμενο σε σένα μυστήριο. Το βράδυ στην προσευχή μου, όταν τελείωσα και ήθελα να ησυχάσω, είδα τον σατανά και απειλούσε να μου κάμει εμπόδια και πειρασμό στην απόφασή μου που είχα προγραμματίσει. Και εγώ είπα στον Χριστό μας: ‘’Κύριέ μου, μην τον εμποδίσεις (τον σατανά), για να του δείξω πως σε αγαπώ και θα υπομείνω το κρύο όσο επιτρέψεις Εσύ’’. Και αυτός ήταν ο λόγος, παιδί μου, που έγιναν όλα αυτά, για να μην έχω σύντομα θέρμανση, καθώς εσείς επιθυμούσατε να μου ετοιμάσετε».
Εγώ, ο μάρτυς αυτού του δράματος, όταν άκουσα αυτή τη λεπτομέρεια και τα μυστήρια της κρυπτής προνοίας, με τα οποία λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έμεινα κατάπληκτος και εν σιωπή μονολογούσα: «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα Σου, καὶ οὐδεὶς λόγος ἐξαρκέσει πρὸς ὕμνον τῶν θαυμασίων Σου!».
Το γεγονός αυτό με βοήθησε να καταλάβω τη δύναμη του λόγου των Γερόντων, που κατά τον αββά Ποιμένα και τον αββά Δωρόθεο κρύβουν μέσα τους δύναμη και ενέργεια της χάριτος, σαν δείγμα της προσωπικής τους καταστάσεως και πείρας.
Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής