Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς στο τροπάριο αυτό! Να θαυμάσει την ίδια την Κασσιανή που έχει την έμπνευση να γράψει ένα τέτοιο κείμενο, να γράψει ένα τέτοιο ποίημα συγκλονιστικό, ενώ οπωσδήποτε αυτή δεν είχε καμία εμπειρία τέτοια που είχε η πόρνη γυναίκα;
Όμως εδώ, επειδή ακριβώς το όλο θέμα το βλέπει από την πλευρά της ταπεινώσεως, από την πλευρά της μετανοίας, από την πλευρά της αμαρτωλότητος, φωτίζεται από το Πνεύμα του Θεού να το δει καλά-καλά και συγχρόνως να εμφανίσει τη μετάνοια αυτής της γυναίκας. Διότι το θέμα δεν είναι εδώ να τονισθεί η αμαρτία, να αγκιστρωθεί ο όποιος στην αμαρτία και να πελαγώσει εκεί μέσα και να χαθεί μέσα στα όσα λέγονται για την αμαρτία. Το θέμα εδώ είναι η μετάνοια, η αληθινή μετάνοια. Και όχι απλώς η μετάνοια έτσι γενικά, αλλά ότι μια μεγάλη αμαρτωλή μπορεί να μετανοήσει κατά τέτοιον τρόπο που να είναι μεγάλη η μετάνοιά της, και από κει που είναι στην κόλαση, να βρεθεί στον παράδεισο· από εκεί που χάνεται αυτή η ψυχή, να σωθεί αιώνια.
Να θαυμάσουμε, λοιπόν, την αγία Κασσιανή που κάνει ένα τέτοιο τροπάριο. Να επισημάνουμε εδώ πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει ο άνθρωπος και πόσο μπορεί να παρασυρθεί από τις διάφορες επιθυμίες και κυριολεκτικά να φτιάξει κόλαση μέσα στην ψυχή του και να βουλιάξει εκεί μέσα. Κυρίως όμως να θαυμάσουμε τη μετάνοια· τη μετάνοια που είναι μεγάλη και σώζει τον άνθρωπο.
«Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις, περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα». Κύριε, αυτή η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες «τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα», αφού σε ένιωσε Θεόν∙ αυτή είναι η έννοια. Διότι δεν πήγε αυτή η γυναίκα έτσι τυχαία, απλώς να εκδηλωθεί σε κάποιον άνθρωπο, όσο καλός και αν ήταν αυτός, αλλά διαισθάνθηκε ότι ήταν ο Θεός. Πήγε, λοιπόν, και ούτε λογαριάζει το πολύτιμο μύρο, ούτε λογαριάζει αν τυχόν εκτίθεται σε τρίτους, ούτε λογαριάζει αν… Ξέχασε τα πάντα. Το μόνο που υπάρχει μπροστά της είναι αυτός ο Κύριος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς που την έσωσε και από βέβαιο θάνατο και την ψυχή της από την αμαρτία, δηλαδή τον αιώνιο θάνατο.
«Τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα». Αντιλαμβανόμενη λοιπόν τη θεότητά σου, ότι είσαι Θεάνθρωπος, «μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει». Η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, καθώς κατάλαβε ότι είσαι ο Θεός, χωρίς να είναι μυροφόρα, ανέλαβε μυροφόρου τάξιν. Έγινε μυροφόρα, δηλαδή, και «ὀδυρομένη μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει». Και με οδυρμούς, με κλαυθμούς και μετά δακρύων σου φέρνει μύρα προ του ενταφιασμού.
Εκεί, στον ενταφιασμό, συνηθιζόταν αυτό για όλους τους Εβραίους· όποιος Εβραίος πέθαινε, τον μύρωναν και τον έθαπταν. Ειδικότερα όμως εμύρωσαν τον Κύριο. Αυτή προλαμβάνει. Πριν ακόμη ο Κύριος πεθάνει, πριν ακόμη ο Κύριος βρεθεί στον τάφο που θα τον μυρώσουν, αυτή προλαμβάνει πριν απ’ όλους, ας πούμε, να τον μυρώσει. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Κύριος το είπε. Το είπε βέβαια στην Μαρία εκεί στο σπίτι του Λαζάρου, που κι εκείνη «ἐξέχεε μύρον» και άλειψε τα πόδια του Κυρίου και τα εσπόγγισε με τα μαλλιά της κεφαλής της. Και όταν εγόγγυσαν ιδιαιτέρως ο Ιούδας και οι άλλοι ότι έπρεπε να πωληθεί αυτό το μύρον και να το δώσουν στους πτωχούς, είπε ο Κύριος ότι αυτή πρόλαβε να με μυρώσει προ του πάθους, προ του ενταφιασμού μου.
Και τι λέει; «Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Αλίμονο, λέει, «ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει». Δεν είναι εδώ απλώς ότι ποιητική αδεία, ας πούμε, η Κασσιανή βρίσκει ωραίες λέξεις και βάζει και φτιάχνει έτσι υπερβολικά νοήματα. Όταν έρθει ο άνθρωπος σε συναίσθηση, συναίσθηση της καταστάσεώς του, όταν πέσει λίγο φως Θεού μέσα του και δει την αμαρτία, βλέπει αυτό το σκοτάδι που υπάρχει μέσα του, βλέπει αυτή τη νύκτα «ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας».
«Οἶστρος ἀκολασίας». Δεν γνωρίζω αν έχετε υπόψιν σας, την άνοιξη, εκεί όπου υπάρχουν ζώα, κυρίως στα βοοειδή, βγαίνει μία μύγα η οποία κεντρίζει τα ζώα αυτά και κάνουν σαν τρελά. Τόσο, που κοντεύουν να σκοτωθούν, ας πούμε, καθώς τρέχουν να πάνε κάπου να τρυπώσουν, που να μην τα βρίσκει η μύγα. Αυτή φαίνεται είναι πολύ δηλητηριώδης. Οίστρος. Όταν ένας άνθρωπος γενικώς, εδώ μια γυναίκα, μια πόρνη, κυριευθεί από την αμαρτία, έτσι τα παρουσιάζει η Κασσιανή, τα βάζει στο στόμα της πόρνης, και ομολογεί αυτή ότι έχει μέσα της νύχτα, έχει σκοτάδι, οίστρον ακολασίας, όχι απλώς διάθεση για αμαρτία, διάθεση για ακολασία, αλλά οίστρον, σαν να τρέχει ασυγκράτητα κανείς σαν τρελός και να μην μπορεί να τον σταματήσει τίποτε. Έτσι και σε τέτοια θέματα αφήσει κανείς χαλαρά τον εαυτό του, χάθηκε. Δεν διστάζει η γυναίκα αυτή, καθώς είναι στα πόδια του Κυρίου και θέλει να τονίσει και να ομολογήσει από τα κατάβαθα της ψυχής της την κατάστασή της, δεν διστάζει να φανερώσει την αμαρτία: «Νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας».
«Ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Ο άνθρωπος δεν αμαρτάνει έτσι τυχαία. Ο άνθρωπος, αν θέλετε να πούμε, αφού τον έκανε ο Θεός να έχει αγάπη μέσα του, κάθε άνθρωπος έχει αγάπη· αλλά πού τη δίνει την αγάπη αυτή, την όποια αγάπη; Σ’ άλλον η αγάπη εκδηλώνεται ως υπερηφάνεια, σ’ άλλον στο να κατηγορεί τον έναν και τον άλλο, σ’ άλλον στο να κάνει κακό στους άλλους. Δεν το κάνει τυχαία κανείς. Έχει οίστρον, κατά κάποιο τρόπο, έχει έρωτα. Γενικώς ο έρως της αμαρτίας δεν είναι μόνον ο έρως προς τα σαρκικά πράγματα, προς τις σαρκικές, ας πούμε, αμαρτίες αλλά προς κάθε αμαρτία.
«Ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος, ἔρως τῆς ἁμαρτίας». Έρως της αμαρτίας, αγάπη προς την αμαρτία, τρέλα προς την αμαρτία «ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος», όπως δηλαδή είναι μια νύχτα ζοφερή, ολοσκότεινη, χωρίς φεγγάρι.
«Ἔρως τῆς ἁμαρτίας ζοφώδης»· τόσο δηλαδή σκοτίζεται ο άνθρωπος, τόσο τρελαίνεται ο άνθρωπος, τόσο είναι εκτός εαυτού, τόσο άγεται και φέρεται… Δεν ξέρω αν μπορούσε να βρει κανείς πιο εκφραστικές λέξεις απ’ αυτές που βρίσκει εδώ η Κασσιανή, για να παραστήσει, να παρουσιάσει το κακό που συμβαίνει σε μια ψυχή, όταν είναι παραδομένη στην αμαρτία, όταν είναι κυριευμένη από την αμαρτία, την όποια αμαρτία. Γιατί δεν είναι μόνον οι σαρκικές αμαρτίες· είναι και οι άλλες που αιχμαλωτίζουν εξίσου τον άνθρωπο και τον τρελαίνουν εξίσου τον άνθρωπο.
«Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων, τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ». Κλαίει, έγιναν βρύση τα μάτια της, έγιναν πηγή τα μάτια της, και παρακαλεί τον Κύριο: «Δέξου αυτά τα δάκρυα Συ, ο οποίος παίρνεις τα νερά της θαλάσσης –τα ήξερε αυτά η Κασσιανή και τα γράφει έτσι· ήξερε δηλαδή ότι εξατμίζεται το νερό της θαλάσσης, γίνεται σύννεφα από πάνω και πέφτει ύστερα ως βροχή– Συ, ο οποίος παίρνεις τα νερά της θαλάσσης, ‘’ὁ νεφέλαις διεξάγων, τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ’’, και μετασχηματίζεις τα νερά αυτά σε νεφέλη, σε σύννεφα και έπειτα σε βροχή».
«Κάμφθητί μοι, πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς, τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει». Λύγισε· άκου τους στεναγμούς της καρδίας μου, άκου τον καημό μου, τον πόνο μου και λύγισε. Όχι βέβαια ότι έχουμε εδώ μια ψυχή που είναι σε απόγνωση. Να το προσέξουμε αυτό. Αλλιώς μιλάει εκείνος που έχει φτάσει σε απόγνωση και αλλιώς εκείνος ο οποίος έχει απελπισθεί τελείως από τον εαυτό του, αλλά ελπίζει στον εύσπλαγχνο Θεό, όπως αυτή εδώ η γυναίκα. Και έτσι, μ’ αυτό το πνεύμα παρακαλεί τον Κύριο να καμφθεί, να λυγίσει προς τους στεναγμούς της καρδίας της.
«Ὁ κλίνας τοὺς οὐρανούς»: Συ, που έκλινες τους ουρανούς με την άφατό σου κένωση, που εκένωσες σεαυτόν, «τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει». Ποιος μπορεί να καταλάβει, ποιος μπόρεσε να καταλάβει ποτέ, τι ακριβώς και πώς ακριβώς το έκανε ο Κύριος; Πώς ο Κύριος, ο Θεός, ο παντοδύναμος Θεός, ο πανταχού παρών Θεός, έγινε άνθρωπος, εκένωσεν εαυτόν; Και λέει «καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν, τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ Παραδείσῳ, Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη».
Και τελειώνει η Κασσιανή, τελειώνουν δηλαδή τα λόγια που βάζει στο στόμα της πόρνης αυτής γυναικός: «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη, καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» Τα πλήθη των αμαρτιών μου αλλά και τας αβύσσους των βουλών σου και των κρίσεών σου «τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου»· ποιος μπορεί να τα εξερευνήσει; Και οι αμαρτίες μου είναι τόσο πολλές, που δεν βρίσκει άκρη κανείς, αλλά όμως και οι άβυσσοι των βουλών σου –και εννοεί εδώ και οι άβυσσοι του ελέους σου– όλα αυτά ποιος μπορεί να τα εξερευνήσει, Σωτήρ μου;
«Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος». «Μή με παρίδης»· έτσι τελειώνει. Τα είπα όλα δηλαδή, σαν να λέει, και μένει αυτό· μη με παραβλέψεις. Είμαι για να με πετάξεις, είμαι για να με απορρίψεις, είμαι για να μη με λογαριάσεις, αλλά συ που έχεις το «ἀμέτρητον ἔλεος, μή με παρίδης», αλλά να με δεις με σπλαχνικό μάτι, να με συγχωρήσεις, να με δεχθείς, να γίνω κι εγώ παιδί σου.
Θα ήξερε άραγε, θα είχε ακούσει αυτή η γυναίκα την παραβολή του ασώτου υιού; Δεν γνωρίζουμε. Αλλά ξέρετε, πολλά πράγματα, πάρα πολλά, τα μαθαίνει ο άνθρωπος, όταν έρθει μέσα του το φως του Θεού. Αυτή η γυναίκα τώρα είναι στα πόδια του Χριστού, αλλά δεν είναι απλώς ότι ακουμπά τον Κύριο και καταφιλεί τα πόδια του· είναι ότι πέφτει επάνω της το φως του Χριστού. Βρήκε μια ψυχή ο Χριστός αμαρτωλή, πολύ αμαρτωλή αλλά είναι σε τέτοια κατάσταση που είναι δεκτική της Χάριτος, δεκτική του φωτός του. Δίνει λοιπόν το άπλετο φως, δίνει την άπειρη Χάρι του στην ψυχή αυτή και η ψυχή αυτή όλα τα μαθαίνει και όλα τα καταλαβαίνει.
Κι αν ακόμη δεν είχε ακούσει για τον άσωτο υιό, το αισθάνεται και παραδίνεται στον Θεό, στον Κύριο που έχει μπροστά της, έτσι μ’ αυτό το πνεύμα, μ’ αυτή τη διάθεση, μ’ αυτή τη στάση: «Ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» (Λουκ. 15, 21) Και όπως εκεί στην παραβολή ο πατέρας δέχθηκε τον άσωτο, όντως εδώ δέχθηκε ο Κύριος τη γυναίκα αυτή και έσωσε και αγίασε την ψυχή της.
Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η Εκκλησία όρισε κατά τη Μεγάλη Τετάρτη να τελείται αυτή η ειδική ακολουθία και να ψάλλονται όλα αυτά τα συγκλονιστικά τροπάρια, που ακούμε κάθε Μεγάλη Τρίτη βράδυ, που είναι ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης, και τα οποία τροπάρια είναι εμπνευσμένα από την ευαγγελική περικοπή που αναγινώσκεται τη Μεγάλη Τετάρτη στη Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων. Και η όλη περικοπή περιέχει ακριβώς αυτό το περιστατικό με την αμαρτωλή γυναίκα, η οποία ήρθε και βρήκε τον Κύριο στο σπίτι του Σίμωνος του λεπρού στη Βηθανία και, όπως μας τα παρουσιάζει εδώ η αγία Κασσιανή και η όλη ακολουθία, συνετελέσθησαν όλα εκεί μέσα σε λίγη ώρα, και μια μεγάλη αμαρτωλή σώθηκε και έγινε μια μεγάλη αγία, όπως συνέβη και με άλλες ψυχές.
Να ευχηθούμε ο Θεός να μας φωτίσει όλους, να μετανοήσουμε κατά τον ίδιο τρόπο, να ταπεινωθούμε κατά τον ίδιο τρόπο, να ελπίσουμε, να εμπιστευθούμε τον εαυτό μας κατά τον ίδιο τρόπο και να τύχουμε του ελέους του Κυρίου και να σωθούμε αιώνια.
† π. Συμεών Κραγιόπουλος