Ἂν ὑπάρχει ἕνα γεγονὸς τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο νὰ χωρεῖ στὴν ἐμπειρία μας αὐτὸ εἶναι ἡ Ἀνάσταση. Ὁλόκληρη ἡ πίστη μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση διότι, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν», καὶ τότε «ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμὲν» (A΄ Κορ. 15. 14, 19). Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει ἀναστηθεῖ τότε δὲν εἶναι ὁ Μεσσίας τοῦ κηρύγματός μας, οὔτε Αὐτὸς ποὺ ὁ ἴδιος διακήρυξε τὸν Ἑαυτό Του νὰ εἶναι· στὴν περίπτωση αὐτὴ πιστεύουμε σὲ ἕνα ψέμα καὶ ἡ ζωὴ στὴν ὁποία ἀποβλέπουμε, ἡ ζωὴ ἐκείνη τὴν ὁποία γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ μέσα στὶς ψυχές, τὰ σώματα, τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωή, δὲν εἶναι παρὰ μία ἀπάτη καὶ ἕνα ψέμα.
Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἕνα ἀληθινὸ γεγονὸς διότι γνωρίζουμε τὸν ἀναστημένο Χριστό. Δὲν Τὸν γνωρίζουμε ὅπως Τὸν γνώρισαν οἱ ἀπόστολοι, μέσα στὴ σάρκα. Δὲν Τὸν εἴδαμε στὰ χωριὰ τῆς Γαλιλαίας οὔτε στοὺς δρόμους τῆς Ἁγίας Γῆς. Μὲ τὸ πνεῦμα μας ὅμως Τὸν γνωρίζουμε ἀναστημένο καὶ γνωρίζοντάς Τον μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο μποροῦμε νὰ ποῦμε μὲ βεβαιότητα ὅτι Αὐτὸς ὁ ὁποῖος σήμερα ζεῖ ἔχει πράγματι ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
Πρὸς τὸ παρὸν ἐξακολουθοῦμε νὰ φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴ χαρὰ τοῦ Πάσχα, ὅμως οἱ μέρες περνοῦν· μὲ ποιὸ τρόπο νὰ διατηρήσουμε αὐτὸ τὸ φῶς; Μποροῦμε νὰ τὸ διατηρήσουμε μόνο ἂν δὲν στρεφόμαστε ὁλοένα πρὸς τὰ πίσω γιὰ νὰ ξαναζήσουμε μὲ τὴ σκέψη μας τὴ φωτεινὴ ἐκείνη βραδιὰ ἡ ὁποία ἀποκάλυψε τὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης, μποροῦμε νὰ τὸ διατηρήσουμε μόνο ἂν πᾶμε μπροστά, ὄχι μόνοι τώρα ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο. Ἔχετε ἀκούσει τὸν Χριστὸ νὰ καλεῖ τοὺς μαθητές Του νὰ ἐπιστρέψουν στὴ Γαλιλαία, ἐκεῖ ὅπου ἄρχισε ἡ Ἄνοιξη τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς, ὅπου εἶχαν βρεῖ καὶ ἀναγνωρίσει τὸν Χριστό, ὅπου γιὰ ἐκείνους ἄρχισε ἡ Ζωή. Δὲν εἶναι ὅμως ἀποκλειστικὰ στὴ Γαλιλαία, στὰ βάθη ἐκεῖνα τῆς ψυχῆς τὰ ὁποῖα διατηροῦν τὴ δροσιὰ τῆς πρώτης γνωριμίας καὶ τὴν πρώτη μας ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο ποὺ θὰ Τὸν βροῦμε, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα μονοπάτια.
Ὁ Χριστὸς ἔκανε μιᾶς ἡμέρας πορεία πρὸς τὴν Ἐμμαοὺς μαζὶ μὲ δύο μαθητὲς κι ἐκεῖ ἀποκάλυψε τὸν Ἑαυτὸ Του ὄχι μὲ τὸ νὰ ἐμφανιστεῖ ἐξωτερικὰ μπροστὰ σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν Τὸν εἶχαν ἀναγνωρίσει· ἀποκάλυψε τὸν Ἑαυτό Του μὲ τὴν κλάση τοῦ ἄρτου, μέσα στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ ταυτόχρονα μέσα στὸ μυστήριο τῆς ἀδελφοσύνης ποὺ γεννιέται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ μοίρασμα τοῦ ψωμιοῦ στὸ ἴδιο τραπέζι. Τοὺς ἀποκάλυψε μέσα σὲ μία σύντομη στιγμὴ ὅτι Ἐκεῖνος, ὄντας Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, εἶχε ἐξισώσει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸν Ἑαυτό Του μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ὑψώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος μέσα στὸ ἀναστημένο σῶμα Του μέχρι τὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι κι ἄλλα μονοπάτια στὰ ὁποῖα θὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό, ὄχι μόνο τὸ μονοπάτι τῆς ἀβεβαιότητας σὰν κι ἐκεῖνο τῶν μαθητῶν τῆς Ἐμμαούς, ὄχι μόνο τὸ μονοπάτι τῆς ἐλπίδας καὶ τῆς ἀναμονῆς τῶν ἕντεκα ποὺ εἶχαν ἐπιστρέψει στὴ Γαλιλαία, ἀλλὰ καὶ τὸ μονοπάτι τῆς ἀντίστασης, τοῦ ἀνταγωνισμοῦ, τῆς ἀνταρσίας, σὰν κι ἐκεῖνο τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ βρῆκε τὸν Χριστὸ στὸν δρόμο του πρὸς τὴ Δαμασκὸ ὅπου πήγαινε σὰν διώκτης γιὰ νὰ φέρει θάνατο καὶ καταστροφὴ στοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι λοιπὸν δυνατὸ νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ ὁποιοδήποτε δρόμο καὶ ἂν ἀκολουθήσουμε. Ὅπου καὶ ἂν ὁδηγήσει ὁ δρόμος μας ἂς κοιτάξουμε προσεκτικὰ τὸ πρόσωπο ποὺ περπατεῖ πλάι μας· μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ Χριστὸς σὲ κρυμμένη μορφή, ἕτοιμος νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπινού μας πεπρωμένου μὲ τὴν ἀδελφικὴ καὶ ἁπλὴ ἀγάπη.
Ἂς μὴν κοιτάζουμε λοιπὸν συνεχῶς πίσω σ’ ἐκείνη τὴ φεγγοβόλα, θριαμβευτική, χαρούμενη νύχτα κατὰ τὴν ὁποία μᾶς φανερώθηκε ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀνάστασης. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ ἀνάμεσά μας, τὸ φῶς δὲν ἔχει σβηστεῖ, δὲν ἔχει λιγοστέψει, μόνο ποὺ τώρα ἀντὶ νὰ φέγγει μὲ τὴ λάμψη τῆς νύχτας τοῦ Πάσχα φέγγει σὰν τὸ «ἱλαρὸν φῶς», «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω. 1, 9). Ἂς περπατήσουμε μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς, ἂς ζήσουμε μὲ τὴν καθοδήγησή του, ἂς εἴμαστε «τέκνα φωτός», καὶ τότε ὁ Χριστὸς ποτὲ δὲν θὰ φύγει μακριά μας, ἡ Ἀνάσταση θὰ ζεῖ στὶς ψυχές μας καὶ ἡ αἰώνια εὐφροσύνη σ’ ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας.
(†) Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρόζ