Όλοι γνωρίζουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία λέγεται Εκκλησία της Αναστάσεως. Γιορτάζουμε με ιδιαίτερη λαμπρότητα την Ανάσταση του Χριστού, διότι συνειδητοποιούμε ότι αυτό το γεγονός δίνει απάντηση στο πιο καίριο και καθοριστικό γεγονός της ζωής μας: Το γεγονός του θανάτου μας. Όλοι μας γνωρίζουμε πολύ καλά ότι το μόνο που κρατάμε σίγουρα στα χέρια μας, είναι ο θάνατός μας. Το μόνο για το οποίον είμαστε απόλυτα σίγουροι, είναι ότι θα πεθάνουμε. Το μόνο που δεν γνωρίζουμε είναι το πότε θα συμβεί αυτό. Οπότε, τίθεται ένα μεγάλο και σοβαρό ερώτημα: «Ποια είναι η σχέση της ζωής με τον θάνατο; Είναι ο θάνατος το τέρμα της ζωής; Είναι ο αφανισμός της ανθρώπινης ύπαρξης; Αλλά, αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η ζωή μας τι νόημα έχει;».
Έτσι λοιπόν, αν το βράδυ της Ανάστασης, μαζεύεται ένα σωρό κόσμος στα προαύλια των εκκλησιών με μία λαμπάδα στο χέρι, είναι γιατί εκείνη τη νύχτα, μάς σπρώχνει κάποια δύναμη πιο πάνω από τη δύναμη του λογικού μας. Μία φοβερή διαίσθηση, που μας λέει ότι εκείνη τη νύχτα δόθηκε κερδήθηκε η μεγαλύτερη μάχη των αιώνων. Η μάχη ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Γι’ αυτό λοιπόν γιορτάζουμε, διότι ξέρουμε ότι το πιο καίριο ανθρώπινο πρόβλημα είναι η πάλη του ανθρώπου ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Και ανακαλύπτουμε ότι υπάρχει μία ζωή, πιο δυνατή από τον θάνατο. Είναι η ζωή του Χριστού. Ο Χριστός, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, που είναι ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου, κατέβηκε στον Άδη. «Ἡ ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέ».
Η Ανάσταση του Χριστού σημαίνει το τέλος της κυριαρχίας του θανάτου. Ο θάνατος πια έχει νικηθεί, ο Χριστός έχει αναστηθεί. Ο Χριστός δεν είναι μόνο τέλειος Θεός -ως Θεός είναι αυτονόητα έξω από κάθε θάνατο – αλλά είναι και ο τέλειος άνθρωπος και άρα η Ανάστασή Του μας αφορά άμεσα και προσωπικά αφού φωτίζει τη ζωή μας ολόκληρη. Σε τι τη φωτίζει;
Πρώτον, μας αποκαλύπτει ότι η ζωή μας έχει νόημα, ότι το νόημα της ζωής μας δεν είναι στη γη, αλλά φτάνει στον Ουρανό. Ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό για να υπερβεί και τον θάνατο και να γίνει μέτοχος της θείας και αναστημένης ζωής του Χριστού. Ότι ο άνθρωπος δεν σταματά στη γη, δεν τον χωράει κανένας τάφος, αλλά ο τάφος είναι η πόρτα, δια της οποίας μεταβαίνει από τον θάνατο στη ζωή. Και έτσι, η ζωή μας αποκτά νόημα. Και το νόημα είναι η θέωσή μας. Δεν ζούμε για να πεθάνουμε, δεν δουλεύουμε για να πεθάνουμε, δεν φτιάχνουμε οικογένειες για να τις εγκαταλείψουμε, αλλά ζούμε στη γη για να κερδίσουμε τη βασιλεία του Θεού. Ζούμε τη ζωή ως στάδιο του αγώνα για τη σωτηρία μας. Και ποια είναι η σωτηρία του ανθρώπου; Να ξαναγίνει και πάλι ακέραιος, αποκτώντας τον Θεό, που νίκησε τον θάνατο, και διά του Χριστού να νικήσουμε και εμείς τον δικό μας θάνατο και να γίνουμε και εμείς θεοί, να είμαστε θεοί εν μέσω θεών και έτσι πλέον να ζήσουμε στη βασιλεία του Θεού.
Έτσι λοιπόν η Ανάσταση του Χριστού, πρώτον χαρίζει νόημα στη ζωή του ανθρώπου και δεύτερον, φωτίζει ένα σωρό ανθρώπινα προβλήματα. Ήδη το ένα το είπαμε, αλλά ας υπογραμμίσουμε μερικά: Η Ανάσταση του Χριστού φωτίζει τον δικό μας θάνατο. Πώς αντιμετωπίζουμε το θάνατό μας; Πώς αντιμετωπίζουμε τον θάνατο των δικών μας; Ο Απόστολος Παύλος μας λέει ότι «δεν θέλω αδελφοί μου να λυπάστε σαν κι αυτούς που δεν έχουν ελπίδα» (Α΄ Θεσ. 4, 13), γιατί, αν πραγματικά πιστεύουμε ότι ο Ιησούς πέθανε και αναστήθηκε, τότε «όλους όσοι πέθαναν, με την πίστη στον Χριστό και ενωμένοι με τον Χριστό, θα τους οδηγήσει μαζί Του» (Α΄ Θεσ. 4, 14). Λοιπόν, στο τέλος αυτής της επίγειας ζωής, δεν μας αναμένει ο θάνατος αλλά η ζωή που νίκησε τον θάνατο. Και αν υπάρχει κάτι που πρέπει να μας απασχολεί, δεν είναι το αν θα πεθάνουμε – αυτό το ξέρουμε σίγουρα – αλλά αν την ώρα που θα φύγουμε, θα είμαστε συντροφιά με τον Χριστό. Αυτό πρέπει να είναι το μεγάλο ερώτημα και η μεγάλη αγωνία μας, αν αγαπάμε πραγματικά την αληθινή ζωή.
Η Ανάσταση του Χριστού πρέπει να περάσει στην καθημερινότητά μας. Δεν είναι μία γιορτή της Εκκλησίας, είναι μία γιορτή της ζωής. Δεν είναι μία γιορτή σε μία ορισμένη περίοδο, είναι πρόσκληση, ώστε όλη η ζωή του ανθρώπου να είναι αναστημένη. Θα έχετε ακούσει και άλλη φορά για τον άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ, ο οποίος προσφωνούσε όποιον και αν συναντούσε, οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, με τα λόγια «Χριστός Ανέστη, χαρά μου», ακόμη και τους ληστές που τον άφησαν ανάπηρο. Όταν ο Χριστός είναι Αναστημένος μέσα σου, τότε τα πάντα είναι γεμάτα χαρά μέσα σου, τους βλέπεις όλους τους χαρά και ευλογία στη ζωή σου. Άλλωστε, αυτή είναι η προϋπόθεση για να γιορτάσουμε την Ανάσταση.
Θυμάστε τι λέει το περίφημο δοξαστικό της Αναστάσεως; «Ἀναστάσεως ἡμέρα και λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπωμεν, ἀδελφοί, καί τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς, συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει».
Όταν κάποιος σας λέει «Χριστός Ανέστη» και εσείς απαντάτε «Αληθώς Ανέστη», τότε επιλέγετε και για εσάς τον αναστάσιμο τρόπο της ζωής. Δεν είναι μία φράση, απλώς ένας κούφιος τυπικός διάλογος. Το «Αληθώς Ανέστη» περιέχει μέσα σε δύο λέξεις μόνον, όλο το νόημα του γεγονότος της Αναστάσεως και των καρπών που προέκυψαν από την Ανάσταση του Χριστού για ολόκληρο τον κόσμο. Κάποτε, πρέπει να μάθουμε στη ζωή μας να είμαστε συνειδητοί και τίμιοι με τον εαυτό μας. Να πιστεύουμε γνήσια και αληθινά, να βιώνουμε πραγματικά την Ανάσταση του Χριστού. Αν θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί, να είμαστε χριστιανοί, όπως μας θέλει ο Χριστός και όχι όπως θέλουμε εμείς! Και τον αναστημένο Χριστό, μόνον στην Εκκλησία μπορούμε να Τον συναντήσουμε και να Τον ζήσουμε.
Είναι απλές αλήθειες όλα αυτά, αλλά σκορπίζεται ο νους μας από τον εγωισμό πρωτίστως και έπειτα από όλα τα υπόλοιπα πάθη μας. Ας ευχηθούμε, λοιπόν, με όλη μας την καρδιά, να είναι η Ανάσταση του Χριστού ο τρόπος της ζωής όλων μας, δηλαδή να νιώσουμε στα κατάβαθα της υπάρξεώς μας το «Χριστός Ανέστη», ώστε το «Αληθώς Ανέστη» να εκπορεύεται από τα βάθη της ψυχής μας και να σημαίνει έτσι ότι είμαστε έτοιμοι να το ζήσουμε έμπρακτα και αληθινά στη ζωή μας, ως γεγονός της προσωπικής μας ιστορίας και σωτηρίας.
(†) Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Παύλος