Έλεγε κάποιος μοναχός: Στον Παράδεισο δεν πάμε με γραβάτα. Βλέπετε τούς αγίους; Ποιος πήγε με την ανθρώπινη εξυπνάδα του στον Παράδεισο; Άλλος χωρίς κεφάλι, άλλος χωρίς χέρια, άλλος χωρίς πόδια, φτωχοί, συκοφαντημένοι, άρρωστοι…
Στενή είναι η στράτα, που οδηγεί στην ευρυχωρία τού Παραδείσου. Όπως λέει ο προφήτης Δαυίδ: «Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με». Μέσα από τη στενότητα των θλίψεων θα πλατυνθούμε και θα ανθίσει η καρδιά μας από αιώνια χαρά. Μην ζητάμε, λοιπόν, έναν έξυπνο, ατσαλάκωτο πτυχιούχο χριστιανισμό, θεωρώντας όλους εκείνους τούς απλούς και περιφρονημένους, «τα μωρά κόσμου», ως βλάχους και χωριάτες, που δεν μπορούν να σταθούν δίπλα στη δόξα του Χριστού. Γιατί αυτοί θα δουν πρώτοι το πρόσωπο του Θεού. «Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματ. 18, 10).
Θυμάμαι στη δεκαετία του ΄80 έμενε εδώ, στο Άγιο Όρος, ένας λαϊκός πολύ ταπεινός και απαρατήρητος. Πριν κοιμηθεί μάλιστα αξιώθηκε και έγινε μοναχός με το όνομα Αγάπιος. Αυτό το πετεινό του ουρανού ήταν περιφρονημένο από κάθε ανθρώπινη δόξα και καταξίωση, λησμονημένο από τον κόσμο τούτο. Ήταν τυφλός και αργότερα έχασε και την ακοή του. Τι θέρμη θεοαγαπήσεως, όμως, παίρναμε όταν τον επισκεπτόμασταν! Και επειδή δεν μπορούσε ούτε να δει ούτε να ακούσει, παίρναμε το χέρι του και γράφαμε με το δάχτυλό μας πάνω στην παλάμη του τα αρχικά του ονόματός μας. Κάναμε, λόγου χάριν, έναν κύκλο μέσα στην παλάμη του. «Α, ο πατήρ Ονούφριος είσαι; Να είσαι ευλογημένος!». Όμως φεύγαμε «φούρνος πνευματικός» από αυτόν, τον «μωρό» του κόσμου. Τόση ωφέλεια αντλούσαμε, λες και πηγαίναμε στον άγιο Παΐσιο.
Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Διονυσίου Ταμπάκη, Αγιορείτικες κουβέντες. Μικρά μυστικά για μια όμορφη ζωή, εκδ. Άθως.