Μία ημέρα, των Αγίων Αποστόλων ήταν, ήρθε ο παπα-Εφραίμ από τα Κατουνάκια να μας λειτουργήσει. Και μου έδωσε εντολή ο Γέροντας Ιωσήφ να μαγειρέψω ένα καλό φαγάκι, επειδή ο παπα-Εφραίμ ήταν πολύ φιλάσθενος και στα πρόθυρα σχεδόν της φυματιώσεως.
Έσπευσα στην υπακοή και εκεί που του μαγείρευα, ο Γέροντας στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου και μου έλεγε: «Δεν ξέρεις να μαγειρεύεις, τρομάρα να σου ΄ρθει. Έτσι μαγειρεύει ο κόσμος και θες να το φάει και ο παπάς;».
Μόλις τελείωσα, ήρθε στο τσαρδάκι που είχαμε για μαγειρείο και μου λέει: «Άντε, ζαβέ, φερ’ το γρήγορα!». Πήγα το φαγάκι και το έδωσα στον παπά.
– Φύγε από μπροστά μου! Να χαθείς, να μην σε βλέπουν τα μάτια μου! Γκρεμοτσακίσου γρήγορα στο κελί σου!
– Να ’ναι ευλογημένο, είπα.
Πήρα λοιπόν την ευχή του Γέροντα και πήγα στο κελλάκι μου, που ήταν δίπλα. Ε, μόλις πάτησα το πόδι μου μέσα, ήρθε η ευλογία του Θεού με την ευχή του Γέροντα! Είχα τέτοια επίσκεψη από τον Θεό, που μόνο τα σωματικά μου μάτια δεν έβλεπαν τους Αγίους Αποστόλους! Τόση Χάρις! Τόση ευλογία! Παράδεισος στην καρδιά μου! Ποτάμι τα δάκρυά μου! Όχι γιατί με μάλωσε ο Γέροντας, αλλά επειδή δεν μπορούσα να συγκρατήσω τη χαρά και τη θεία ευφροσύνη, που ένοιωθα από την παρουσία των Αγίων Αποστόλων.
Ήταν η γιορτή τους και επειδή οι Άγιοι Απόστολοι υβρίσθηκαν για τον Χριστό, χλευάσθηκαν και μαστιγώθηκαν από τους Γραμματείς και Φαρισαίους, βλέποντας ο Χριστός και τον δικό μου μηδαμινό αγώνα έστειλε την ευλογία Του. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν. Έπεσα κάτω και έκλαιγα, από την πολλή μακαριότητα που ζούσε η ψυχή μου! Και έλεγα μέσα μου: «Τι καλό μου έκανε ο Γέροντας!». Ο Γέροντας, παρ’ όλη τη σωματική μου αδυναμία, αποφάσισε να με κάνει μάγειρα για τη συνοδεία. Έτσι μια μέρα, χωρίς πολλές επισημότητες, έρχεται και μου λέει:
– Κούτσικο.
– Ευλόγησον!
– Μαγείρεψε.
– Πού να μαγειρέψω;
– Έξω.
Σκεφτόμουν: «Πού έξω;». Μήπως υπήρχε και κανένα μαγειρείο; Άντε να μαζέψω κλαδιά, να ανάψω φωτιά για να μαγειρέψω. Και τι φαΐ να κάνω αφού δεν είχα ιδέα από μαγειρική; Μ’ έπιασαν οι λογισμοί: «Πού να κάνεις φαΐ τώρα εσύ; Πού να πλένεις τα πιάτα έξω, αφού δεν υπάρχει μέρος; Όμως, οι πατέρες δουλεύουν, σηκώνουν φορτία, κουράζονται, πεινάνε, τι θα φάνε;».
Το μέρος ήτανε ανοιχτό και το έπιανε ο αέρας. Αλλά ένας αέρας! Παναγία βοήθα! Και αδύνατος όπως ήμουν, ο αέρας κόντευε να πάρει και εμένα μαζί και να με ρίξει στον γκρεμό. Άμα ξεκινούσε αυτός ο αέρας, έπρεπε να επιστρατεύσω όλους τους καλούς λογισμούς υπομονής, διότι αμέσως είχα πόλεμο. Το πονηρό πνεύμα του γογγυσμού και της βλασφημίας ήταν διαρκώς δίπλα μου και λίγο να έσπαζε η υπομονή μου, μου ψιθύριζε: «Τι Θεός αγάπης είναι Αυτός που σε τυραννά με τόσους μανιασμένους αέρηδες;». Κι εγώ αντέλεγα: «Σκάσε, μην μιλάς καθόλου!».
Αργότερα κάναμε ένα τσαρδάκι, με κλαριά από πουρνάρια, για να στεγάσουμε το «μαγειρείο». Αλλά ο δυνατός αέρας τα έπαιρνε όλα και τα έκανε ανεμόπτερο. Έβαζα δύο πέτρες για πυροστιά και τον τέτζερη πάνω και μόλις φυσούσε ο αέρας έφευγαν τα καπάκια, έφευγε και ο τέτζερης και όλα κατρακυλούσαν στον κατήφορο.
Και φώναζε και ο Γέροντας: «Ζαλισμένοοο!!! Βρε κούτσικοοο, σου φύγανε τα πράγματααα!!! Τρέξε να τα βρεις!».
Πού να τα βρεις; Αυτά είχαν φύγει και έτρεχα στον κατήφορο, μέσα στο αγιάζι και τη βροχή, να βρω τα τετζέρια και τα καπάκια. Ωχ, Θεέ μου! Ακόμα και τον χειμώνα μαγειρεύαμε έξω από το καλύβι του Γέροντα, τρώγαμε όμως μέσα στην καλύβα του.
Μετά το γεύμα, έπρεπε να πλύνω τα τσίγκινα πιάτα μας, έξω φυσικά. Χειμώνας, κρύο, βροχή, αγιάζι, αυτά πλενόντουσαν έξω. Να είσαι άρρωστος, γριπιασμένος και να πρέπει να βγεις στα βράχια και στον παγωμένο αέρα, για να πλύνεις τα πιάτα. Είχαμε μια στάμνα σπασμένη, με νερό από το καταστάλαγμα του βράχου και σε μια τρύπα που είχε, βάζαμε ένα σωλήνα και έτσι πλέναμε τα πιάτα, με «τρεχούμενο» νερό. Τα χέρια μας ξύλιαζαν από το παγωμένο νερό, διότι δεν είχαμε μέρος να το ζεστάνουμε. Τα μαχαιροπήρουνα, με τα οποία τρώγαμε, δεν τα πλέναμε. Όταν τελειώναμε το φαγητό μας, απλώς σκουπίζαμε το πιρούνι και το κουτάλι με την πετσέτα και τα τυλίγαμε. Αλλά αφού δεν πλέναμε ούτε τις πετσέτες, σιγά-σιγά κι αυτές γίνονταν σκληρές σαν το πετσί.. Έτσι οι πετσέτες είχαν γίνει τόσο βρώμικες που άμα τις έπλενες θα έκανες σούπα με το απόνερο.
Για τα πιάτα είχε ακόμη και μια άλλη πολύ πρωτότυπη τακτική υγιεινής ο Γέροντας. Μόλις τελειώναμε το γεύμα, ρίχναμε νερό μέσα σ’ αυτά και το απόπλυμα, όποιο και αν ήταν, κατόπιν το πίναμε! Έτσι και τα πιάτα πρόχειρα επλένοντο και νερό δεν εξοδεύετο πολύ. Και έτσι κάναμε όλοι μας. Και οι ξένοι που ερχόντουσαν έπρεπε να κάνουν το ίδιο.
Λίγοι ασκητές πέρασαν από το Άγιον Όρος τον 20ο αιώνα με τέτοια αυστηρή άσκηση και θεωρία Θεού. Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν αυστηρός αλλά και γενναίος. Ανυποχώρητος σε θέματα υπακοής, αλλά και γεμάτος αγάπη. Είχε απόλυτη πίστη στον Θεό και πολλή διάκριση.
Απόσπασμα το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ο όσιος Γέροντάς μου Ιωσήφ ο ησυχαστής, εκδ. Επτάλοφος.