Όταν ήμουν στην Έκτη Δημοτικού έγινε κάτι μαγικό. Γνώρισα τον Τάκη. Ο Τάκης ήταν ένα παιδί με ειδικές ανάγκες, κάποια χρόνια μεγαλύτερός μου. Ήταν η μασκότ της περιοχής με την κακή, κάκιστη έννοια. Τα παιδιά τον κορόιδευαν. Οι μεγάλοι τον κορόιδευαν, όλοι τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν και έκαναν πλάκα με τον Τάκη. Με τον τρόπο που μιλούσε ή προσπαθούσε να μιλήσει, με τις άναρθρες κραυγές του, με τις άτσαλες κινήσεις και τους μανιερισμούς του με το γέλιο του και το ορθάνοιχτο στόμα του. Και εκείνος γελούσε ακόμη περισσότερο, προκαλώντας ακόμη περισσότερο κοροϊδίες και πειράγματα.
Ήταν πρώτη μέρα στην Έκτη τάξη και θυμάμαι τη μαμά του Τάκη να τον κρατά από το χέρι, σχεδόν άντρα, και να μιλά με τον δάσκαλο. Έκλαιγε γοερά και θυμάμαι μια φράση που άκουσα στα κλεφτά: «Θα γονατίσω εδώ μπροστά σας, να σας φιλήσω τα πόδια. Σας ικετεύω, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ». Δεν την ήξερα τότε, μα έβλεπα μια ικέτιδα.
Μετά ο Τάκης μπήκε στην τάξη με τον δάσκαλο και έγινε χαμός. Γέλια, φωνές, λες και ήρθε το τσίρκο. Ο δάσκαλος δεν μας μάλωσε, δεν είπε τίποτε. Έβαλε τον Τάκη να καθίσει στο πρώτο θρανίο και μας ανακοίνωσε πως κάθε λίγες ημέρες, ένα παιδί απ’ όλους εμάς θα καθόταν δίπλα στον Τάκη και θα είχε την ευθύνη του, έτσι ώστε ο Τάκης να μην χάνει τα μαθήματα, να βρίσκει τα μολύβια και να μαζεύει τα πράγματά του, να έχει βοήθεια στο διάβασμα.
Φρίξαμε! Θα καθόμασταν μαζί με τον Τάκη;
-Μα ο Τάκης έχει σάλια.
-Θα του μάθετε να τα σκουπίζει.
-Μα ο Τάκης μας πειράζει, μας χτυπάει, μας ενοχλεί.
-Θα σταματήσετε να τον πειράζετε, να τον χτυπάτε, να τον ενοχλείτε.
-Μα ο Τάκης δεν ξέρει να διαβάζει καν.
-Θα τον βοηθήσετε εσείς, να μάθει να διαβάζει.
Και έτσι, εκείνη η τάξη, στην Έκτη Δημοτικού, εκείνη την αξέχαστη χρονιά ανέλαβε τον Τάκη.
Κάθισα και εγώ μαζί του σαν ήρθε η σειρά μου και τον θυμάμαι τόσο χαρούμενο και γελαστό, τόσο γενναιόδωρο για τη βοήθεια, τόσο αγωνιστή και τόσο ευτυχισμένο για πρώτη φορά! Θυμάμαι να προσπαθώ να τον κάνω να πει το όνομά μου και όταν τα κατάφερε το απίθανο εκείνο χειροκρότημα και το άναρθρο δυνατό του γέλιο, με το λαμπερό πρόσωπο, θα μου μείνει αξέχαστο.
Στο τέλος της χρονιάς ο Τάκης είχε μάθει να διαβάζει, μάζευε τα πράγματά του, πάντα ερχόταν προετοιμασμένος για την επόμενη ημέρα και το πιο σημαντικό είχε φίλους.
Έπαιζε με τα αγόρια ποδόσφαιρο και με τα κορίτσια κυνηγητό και αν και ήταν άτσαλος και αργός πάντα ήταν μαζί μας στα ομαδικά παιχνίδια. Έκανε για πρώτη φορά παρέλαση περήφανος και όλοι τον χειροκροτούσαν, παρόλο που έχανε το βήμα του, επιτέλους αποδεκτός μπροστά σε όλους εκείνους που τον είχαν σαν παιχνίδι.
Στο τέλος της χρονιάς ο Τάκης ήταν ο προστατευόμενός μας, κανείς δεν τον πείραζε, κανείς δεν τον ενοχλούσε, δεν ανεχόμασταν λέξη για εκείνον. Ο Τάκης είχε γίνει από ιδιαίτερος ξεχωριστός. Σπάνιος, ήταν δικός μας και νιώθαμε και εμείς ξεχωριστοί μαζί του.
Την τελευταία ημέρα στο σχολείο, θυμάμαι τη μαμά του Τάκη. Κρατούσε στα χέρια της τα χέρια του δασκάλου, είχε το πρόσωπό της κολλημένο σε εκείνα τα ντροπαλά του χέρια, τα φιλούσε και έκλαιγε και έκλαιγε με λυγμούς ψιθυρίζοντας «ευχαριστώ, ευχαριστώ». Ήταν η τελευταία του χρονιά στο σχολείο η Έκτη Δημοτικού. Δεν πήγε ποτέ στο γυμνάσιο ο Τάκης.
Η μαμά μου ακόμη τον θυμάται και κλαίει. Ακόμη θυμόμαστε εκείνον τον δάσκαλο τον καταπληκτικό εκείνο άνθρωπο που μας έκανε το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσε να κάνει ένας δάσκαλος. Μας έκανε υπεύθυνους ανθρώπους. Δραγανίδης ήταν το όνομά του. Δεν έχω γράψει ποτέ μου ονόματα, μα θα κάνω μια εξαίρεση για αυτόν τον ξεχωριστό παιδαγωγό. Ο κ. Δραγανίδης νέος, ξανθός, μουσάτος, ψηλός, αδύνατος και όμορφος, σαν τον Χριστό τον ίδιο.
Όπου και αν είσαι δάσκαλε, καλή σου ώρα και σε ευχαριστώ!
Του Θανάση Πολυζόπουλου
Πηγή: agapotonxristo.blogspot.com