Όταν βλέπει κανείς τον εαυτό του και τα χρόνια να περνούν, όταν βλέπει τις αποτυχίες του, τα τραύματά του, τις αμαρτίες του, τις εσωτερικές του πληγές, τις απιστίες του, τα συντρίμμια της υπάρξεώς του, τα πτώματα του λογισμού του, της καρδιάς του, με τα οποία γέμισε τη ζωή του, όταν βλέπει πόσες φορές μετανόησε και τίποτε δεν έκανε, τον κυριεύει μία λύπη.
Αυτή η λύπη μπορεί να προέλθει ακόμη και από τον ενστικτώδη εαυτό μας, δηλαδή από τον εγωισμό μας, από την υπερηφάνειά μας, διότι θα θέλαμε να είμαστε μεγάλοι, να μην είχαμε λογισμούς, να μην αποτυγχάναμε. Άπειρες ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας λυπούν.
Καλύτερα να πέσεις στα χέρια πονηρών δαιμονίων, λεγεώνων δαιμονίων, παρά να πέσεις στο χέρι της λύπης, διότι δύσκολα κατορθώνεις να την ξεπεράσεις. Τον λογισμό τον ξεπερνάς, την αμαρτία τη νικάς, τον διάβολο ομοίως, αλλά η λύπη δεν ξεπερνιέται. Γι’ αυτό «νήφε», να αγρυπνείς να μη σε κυριεύσει η λύπη. Διαφορετικά γίνεται προβληματική η επιτυχία σου.
«Τα θηρεύματα»· κάθε λύπη αποκαλύπτει μία ενέδρα. Πόσοι άνθρωποι έγιναν θηράματα του δαίμονος της λύπης, ο οποίος στήνει τις ενέδρες του παντού. Όσες ψυχές ποθούν τον Θεόν, τόσα δίκτυα ρίχνει ο δαίμων της λύπης, και τα θηράματα που πιάνει είναι ατέλειωτα. Διότι η λύπη κρύβεται κάτω από την ταπεινοσχημία, κάτω από την ψευδή μετάνοια, κάτω από την ψευδαίσθηση της αγάπης του Θεού, κάτω από χίλια δύο πράγματα, γι’ αυτό ο άνθρωπος, χωρίς να το καταλάβει, πιάνεται «και με τα τέσσερα» και αχρηστεύεται πέρα για πέρα.
Η λύπη είναι ικανή να εξαρθρώνει τις δυνάμεις του ανθρώπου. Δεν σταματάει παρά μόνον όταν σε καθηλώσει, όταν σε κάνει πέρα για πέρα αδύναμο για τα πάντα. Και ο πιο έξυπνος τρόπος που χρησιμοποιεί (ο δαίμων-ο λογισμός), είναι ο λόγος του Κυρίου «μακάριοι οἱ πενθοῦντες». Όχι μας λέγει ο αββάς Ησαΐας, μην ξεγελιέσαι, αυτά είναι σατανικά, δεν είναι του Θεού. «Η κατά Θεόν λύπη είναι χαρά να βλέπεις τον εαυτό σου να κάνει το θέλημα του Θεού», λέει ο αββάς Ησαΐας.
Ας υποθέσουμε ότι αμάρτησα, όπως η οσία Μαρία η Αιγυπτία, ότι μέχρι τώρα έζησα (σαράντα επτά χρόνια) μέσα στη διαφθορά και ότι τη στιγμή αυτή λέω∙ «ήμαρτον Κύριε, θα σηκωθώ». Πώς θα καταλάβω εάν έχω λύπη; Εάν συνεχίζω να σκέπτομαι την αμαρτία μου, η σκέψη μου είναι δαιμονική. Εάν σκέπτομαι τη μετάνοια, αυτό σημαίνει ότι θέλω το θέλημα του Θεού, και αμέσως έχω τη χαρά της προγεύσεως του θελήματος του Θεού· αμέσως βάζω τον εαυτό μου ανάμεσα σε εκείνους οι οποίοι είναι αγνοί, καθαροί, οι οποίοι έχουν μετανοήσει· τοποθετώ τον εαυτό μου ανάμεσα στα νέφη των αγίων.
Μην συγχέεις, λοιπόν, τη σατανική, τη δαιμονιώδη λύπη με την κατά Θεόν. Η κατά Θεόν λύπη είναι χαρά, διότι προοράς ενώπιόν σου τον Θεόν, για τον Οποίο ζει η καρδιά σου, και επομένως βασιλεύει εν σοι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Αυτήν είναι η πραγματική (θεάρεστη) λύπη.
(†) Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης