Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἐν καιρῷ νυκτός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς ἡ λειτουργία τῶν Χριστουγέννων τελεῖται πολὺ νωρίς, προτοῦ νὰ φέξῃ.
Νύχτα γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὄχι ἡμέρα, γιατὶ ἡ νύχτα μὲ τὸ σκοτάδι της εἰκονίζει τὸ βαθὺ πνευματικὸ καὶ θρησκευτικὸ σκοτάδι, στὸ ὁποῖο ζοῦσε ὁ κόσμος τὶς παραμονὲς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος.
Ὁ κόσμος εἶχε ἄγνοια ἐπάνω στὰ σπουδαιότερα ζητήματα τῆς ζωῆς, ὅπως· γιατί ἤρθαμε στὸν κόσμο; ποιός εἶναι ὁ προορισμός μας; ἀπὸ ποῦ ἤρθαμε καὶ ποῦ πηγαίνουμε; ποιά εἶναι ἡ ἀρχή μας καὶ ποιό τὸ τέλος μας; ποιός εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός;
Ὁρίστε ζητήματα θεμελιώδη, σπουδαῖα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ ἀρχαῖος κόσμος εἶχε σκοτάδι, μεσάνυχτα. Ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων ζητοῦσε φῶς, καὶ φῶς δὲν ἔβλεπε.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι παρουσιάστηκαν διὰ μέσου τῶν αἰώνων φιλόσοφοι καὶ ἱδρυταὶ θρησκειῶν, ἀλλὰ δὲν κατόρθωσαν νὰ φωτίσουν τὸ ἔρεβος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Ἔρριξαν λίγο φῶς, μὰ τὸ φῶς τους ἦταν ἀσθενικό, ἀνεπαρκές. Οἱ ὡραῖες διδασκαλίες τους ἦταν ἁπλῶς φωτοβολίδες τοῦ αἰωνίου Πνεύματος· φώτιζαν γιὰ λίγο καί ἔπειτα ἔσβηναν, λησμονοῦνταν, γιὰ ν᾽ ἀφήσουν τὸν κόσμο πάλι στὸ σκοτάδι. Κι ὁ δύστυχος ὁ ἄνθρωπος περιεπλανᾶτο καὶ παραπατοῦσε στὰ σκοτεινά.
Νά λοιπὸν γιατί ὁ Χριστὸς γεννήθηκε νύχτα. Τὸ σκοτάδι ἐκείνης τῆς νύχτας ἦταν σύμβολο τοῦ ἄλλου ἐκείνου σκότους ποὺ βασίλευε παντοῦ. Καὶ τὸ σκοτάδι ἐκεῖνο τὸ διέλυσε ὁ Χριστός. Ἀνέτειλε σὰν ἥλιος, κι ἀπὸ τότε ἐπὶ 20 αἰῶνες φωτίζει ὅσους τοὐλάχιστον θέλουν νὰ δοῦν τὸ φῶς καὶ νὰ δεχτοῦν τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὸ σκοτάδι γιὰ νὰ διδάξῃ ὅτι ὅσο μένουμε μακριά του, θὰ ζοῦμε σὰν τυφλοπόντικες στὰ αἰώνια σκοτάδια. Γιατὶ αὐτὸς εἶναι, κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Γραφῆς, «τὸ Φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8, 12).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης