«Γιατί τόση αδικία Θεέ μου;», φώναξε ως τα έγκατα της ψυχής του. «Δεν καταλαβαίνω τον τρόπο που απονέμεις δικαιοσύνη στον κόσμο! Απάντησε μου! Γιατί;», έλεγε και ξανάλεγε μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
«Έλα, ησύχασε», άκουσε μια φωνή από δίπλα του.
Γύρισε να δει. Θολή ήταν η μορφή ενός νεαρού άνδρα. Τα δάκρυα του δεν τον άφηναν να δει καθαρά.
«Ποιος είσαι εσύ;», τον ρώτησε.
«Θέλω να απαντήσω στις ερωτήσεις σου», του είπε.
«Δηλαδή, είσαι…είσαι…», δεν τολμούσε να ολοκληρώσει την πρόταση του.
«Θα πάμε μαζί κάπου και θα σε αφήσω εκεί κρυμμένο», του είπε ο νέος εκείνος άνδρας, δίχως να απαντήσει στην ερώτηση για την ταυτότητά του. «Από εκεί θα πάρεις τις απαντήσεις που ζητάς».
Προχώρησαν έξω από την πόλη. Σε άλλο χρόνο. Σε άλλο τόπο. Σε ένα λιβάδι βρέθηκαν. Το έκοβε σαν μαχαίρι στα δυο ένας δρόμος. Στην όχθη του δρόμου ξεκουραζόταν μια βρύση. Κερνούσε γάργαρο νερό στον κουρασμένο ταξιδιώτη.
«Κρύψου σε εκείνου του δένδρου την κουφάλα και βλέπε», του είπε ο νεαρός και έφυγε.
Δεν πέρασε ώρα και φτάνει στη βρύση ένας πλούσιος ταξιδιώτης. Τα ρούχα του, το παρουσιαστικό του, το άλογό του μαρτυρούσαν τα πλούτη του. Ξεπέζεψε. Έφαγε. Ήπιε νερό και πήρε να μετρά το σακούλι με τα νομίσματά του. Εκατό χρυσά. Τα μέτρησε και δεύτερη φορά. Σηκώθηκε να φύγει. Στην απροσεξία του δεν κατάλαβε ότι του έπεσε το σακούλι και χάθηκε μέσα στα χόρτα.
Σε λίγο φτάνει δεύτερος ταξιδιώτης. Σταματά και εκείνος να πιει νερό, να δροσιστεί. Κάνει έτσι και βρίσκει το πουγκί με τα χρυσά. Το παίρνει και φεύγει τρέχοντας.
Τρίτος διαβάτης φτάνει. Φτωχός. Δύσμοιρος. Ξαποστάζει. Βγάζει από το σακούλι του λίγο ψωμί και το μασουλάει. Την ώρα εκείνη ορμά σαν ταύρος ο πρώτος ταξιδιώτης κατά πάνω του. «Τα λεφτά μου!», του λέει. «Φέρτα!».
Ο φτωχός δεν καταλάβαινε. Στην απελπισία του ο πρώτος τον δέρνει τόσο πολύ που τον αφήνει νεκρό και φεύγει στεναχωρημένος.
«Λοιπόν;», ρώτησε ο νεαρός που εμφανίστηκε θαρρείς πάλι από το πουθενά.
«Αδικία! Μεγάλη αδικία!», απάντησε θυμωμένα.
«Για να δεις πως, αν και δεν βλέπεις καθαρά, απαιτείς κάτι που νομίζεις εσύ σωστό μάθε τούτο. Ο δεύτερος διαβάτης είχε ένα χωράφι. Ο γείτονάς του ήταν ο πρώτος. Ο πλούσιος. Κατάφερε και του το πήρε για πενήντα χρυσά. Ο δεύτερος παρακαλούσε για δικαιοσύνη. Στο τέλος όπως είδες πήρε πίσω τα χρήματα του και μάλιστα διπλά. Ο τρίτος, ο φτωχός, είχε εγκληματήσει. Γυρνούσε εδώ και εκεί για εξιλέωση. Παρακαλούσε να βρει τον ίδιο θάνατο με τον οποίο σκότωσε και εκείνος μια φορά. Όσο για τον πρώτο, σε λίγο θα ζητήσει καταφύγιο σε μοναστήρι για να βρει τον εαυτό του και να σώσει την ψυχή του».
Άφωνος εκείνος παρακολουθούσε την εικόνα που δεν γνώριζε να ξετυλίγεται θαυμαστά μπροστά στα μάτια του.
«Δεν τα ξέρουμε όλα…», μουρμούρισε.
«Και παρόλα αυτά, αξιώνουμε να ισχύει η μισή μας αλήθεια ως ολόκληρη…», είπε ο νέος και εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε.