Ο Άγιος και Ισαπόστολος Κωνσταντίνος ο Μέγας εγεννήθη στη Ναϊσσόν (Νίκαια-Δακία) της σημερινής Σερβίας, στις 20 Φεβρουαρίου, όχι προ του έτους 280. Ήταν υιός του Καίσαρος Κωνσταντίου του Α’ που είχε Ιλλυρική καταγωγή και της Αγίας Ελένης, που γεννήθηκε στην πόλη Δρεπάνη της Βιθυνίας. Εκοιμήθη την 22α Μαΐου του 337 στον Χάρακα της Νικομήδειας. Ανετράφη στην αυλή του Διοκλητιανού και του Γαλερίου στην Ανατολή. Καίτοι όμως βρισκόταν ανάμεσα σε τυράννους και ασεβείς δεν επηρεάστηκε από αυτούς χάρη στη χριστιανική ανατροφή που του είχε δώσει η μητέρα του Αγία Ελένη. Οι τύραννοι που τον ζήλευαν αφάνταστα, ρώτησαν το μαντείο του Απόλλωνος για το μέλλον του. Και το μαντείο απάντησε ότι αν το επιτρέψει ο Θεός ο Κωνσταντίνος θα κυριεύσει τον κόσμο ολόκληρο και θα κηρύξει τον Χριστό ως Θεόν.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος ενυμφεύθη τη Μινερβίνα από την οποία απέκτησε τον υιό του Κρίσπο. Μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού και του Μαξιμιανού (1η Μαΐου 305), ο Κωνστάντιος έγινε πρώτος Αύγουστος και κάλεσε τον υιό του Κωνσταντίνο στη Γαλατία και, όταν συναντήθηκαν του είπε: «Όπως ο Χριστός σε φύλαξε μέχρι τώρα από τις πλεκτάνες των εχθρών σου και σε έφερε ως άξιο στην κατάλληλη στιγμή για να αναλάβεις τη βασιλεία, έτσι πιστεύω ότι θα σε βοηθήσει ως το τέλος, για να στερεώσεις παντού τη χριστιανική πίστη». Μετά από λίγο πέθανε ο πατέρας του αγίου Κωνστάντιος στο Εβόρακον (Υόρκη της Αγγλίας), και ο στρατός ανεκήρυξε τον Κωνσταντίνο αυτοκράτορα (25 Ιουλίου 306).
Συγχρόνως, ο Μαξέντιος, υιός του Μαξιμιανού, ανεκηρύχθη στη Ρώμη αυτοκράτωρ (28 Οκτωβρίου 306) με τη βοήθεια του πατέρα του. Ο Μαξιμιανός και ο Μαξέντιος συνήψαν συμμαχία με τον Κωνσταντίνο κατά του Γαλερίου, ο δε Κωνσταντίνος διεζεύχθηκε τη Μινερβίνα και έλαβε σύζυγο την Φαύστα, θυγατέρα του Μαξιμιανού, που ήταν φημισμένη για την ομορφιά της αλλά και για την πονηρία της, και ανεγνωρίσθη το 307 Αύγουστος από τον Μαξέντιο και τον Μαξιμιανό, πράγμα όμως που δεν ανεγνώρισε η Ανατολή. Κατόπιν, ο Μαξιμιανός ήλθε σε ρήξη με τον Μαξέντιο και κατέφυγε στον Μέγα Κωνσταντίνο στη Γαλατία.
Επειδή, όμως, έκαμε μηχανορραφίες κατά του Κωνσταντίνου, τον Ιούλιο του 310, τον φυλάκισε και κατ’ άλλους ιστορικούς, τον θανάτωσε, κατ’ άλλους δε αυτοκτόνησε στη φυλακή.
Μετά τον θάνατο του Γαλερίου (Μάϊος 311), οι δύο αυτοκράτορες της Ανατολής, ο Αύγουστος Λικίνιος και ο Καίσαρ Μαξιμίνος Δαίας, διαφώνησαν. Ο Μαξιμίνος έλαβε το μέρος του Μαξεντίου, ο δε Λικίνιος προσήγγισε τον Κωνσταντίνο και έλαβε ως σύζυγο τη θετή του αδελφή Κωνστάντια.
Την άνοιξη του 312, ο Κωνσταντίνος άρχισε τον πόλεμο κατά του Μαξεντίου, τον νίκησε και τον θανάτωσε στην Μουλβία Γέφυρα (28 Οκτωβρίου 312). Πριν από τη νίκη του αυτή ο Άγιος Κωνσταντίνος αξιώθηκε να δει, μεσημβρινή ώρα, και ενώ ο ήλιος έλαμπε, το σημείο του Τιμίου Σταυρού, αποτελούμενο από αστέρια και άκουσε εξ ουρανού την φωνή «τούτω νίκα», δηλαδή «με τη δύναμη του σημείου του Σταυρού θα νικήσεις. Την ίδια νύχτα επίσης είδε σε όραμα τον Χριστό που του παρήγγειλε να κατασκευάσει ένα λάβαρο, όμοιο με το σημείο που είδε, για να το έχει το στράτευμά του.
Μετά από τη νίκη αυτή, ο Άγιος επέστρεψε στη Ρώμη νικητής και διήλθε από τη γνωστή θριαμβευτική αψίδα, κάτω από τις επευφημίες του λαού. Η Σύγκλητος απένειμε στον Κωνσταντίνο τον τίτλο του Πρώτου Αυγούστου. Ο δε Κωνσταντίνος διέταξε να στήσουν το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού στα πιο κεντρικά σημεία της πόλεως και έδωσε εντολή να ψάξουν και να βρουν τα λείψανα των αγίων που μαρτύρησαν κατά τους διωγμούς και επίσης να αποφυλακισθούν οι κρατούμενοι και να αφεθούν ελεύθεροι οι εξόριστοι.
Τον Φεβρουάριο του 313, ο Κωνσταντίνος συναντήθηκε με τον Λικίνιο στα Μεδιόλανα, όπου τέλεσε τους γάμους του με την αδελφή του Κωνσταντίου. Το έτος αυτό ο άγιος Κωνσταντίνος εξέδωκε το περίφημο Διάταγμα (Έδικτον) των Μεδιολάνων. Με το διάταγμα αυτό η χριστιανική πίστη ανεκηρύχθη ως επίσημη θρησκεία του κράτους, παράλληλα όμως ο καθένας από τους υπηκόους είχε δικαίωμα να λατρεύει όποιον Θεό θέλει.
Ο Άγιος επίσης θέσπισε να μην τολμήσει κανείς να βλασφημήσει τον Χριστό ή να ενοχλήσει χριστιανό. Πρόσταξε να εγγράφονται στον στρατό μόνον Χριστιανοί και αυτοί μόνον να λαμβάνουν αξιώματα ή ηγεμονίες. Έχτισε στη Ρώμη μεγάλο ναό του Σωτήρος Χριστού σε σχήμα σταυρού, που τον σχεδίασε προσωπικώς και πρώτος αυτός έσκαψε τα θεμέλια του ναού και μετέφερε λίθους για να τιμηθεί ο Θεός.
Διέταξε την αργία στις δύο εβδομάδες προ και μετά το Πάσχα, για να μπορούν οι χριστιανοί να προσέρχονται καθημερινώς στις ακολουθίες της Εκκλησίας. Όρισε όσοι πτωχοί βαπτίζονται, να τρέφονται και να συντηρούνται με βασιλικά έξοδα. Επίσης, καθιέρωσε την Κυριακή ως αργία. Μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου στη Γαλατία, ξέσπασε ο πρώτος πόλεμος μεταξύ Κωνσταντίνου και Λικινίου. Ο Κωνσταντίνος τον νίκησε κοντά στο Σίρμιο (Σέρμιον) και με σύναψη ειρήνης κράτησε το Ιλλυρικόν (Βόρειος Ήπειρος) και έγινε έτσι κύριος των μισών εδαφών της αυτοκρατορίας.
Το 315 ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος ήταν Ύπατοι. Νέες διενέξεις μεταξύ των δύο, το 321, και εξαιτίας του επαναληφθέντος διωγμού των Χριστιανών από τον Λικίνιο, προκάλεσαν τον δεύτερο πόλεμο μεταξύ των, στον οποίο νικήθηκε ο Λικίνιος στις 3 Ιουλίου 323 στην Αδριανούπολη και στις 18 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους στη Χρυσούπολη, οπότε και τον απέκλεισε στη Νικομήδεια. Με τη μεσολάβηση της αδελφής του Κωνστάντιας, ο Κωνσταντίνος του υπεσχέθη να του χαρίσει τη ζωή, αλλά επειδή ο Λικίνιος έκανε μυστικές συμφωνίες με τους βαρβάρους, διέταξε το 324 τη θανάτωσή του και έτσι έμεινε μοναδικός αυτοκράτωρ.
Την 20η Μαΐου του 325, ο Άγιος Κωνσταντίνος παρευρέθη στην εναρκτήρια τελετή της εν Νικαία Α’ Οικουμενικής Συνόδου, την οποία ο ίδιος συνεκάλεσε για την καταδίκη των αιρετικών δοξασιών του Αρείου, που τάραξε την ειρήνη της Εκκλησίας. Μετά το πέρας της Συνόδου, ο άγιος κάλεσε τους θεοφόρους Πατέρες της Συνόδου σε συμπόσιο, όπου τους απένειμε πλούσια δώρα. Μάλιστα με πολλή ευλάβεια ασπαζόταν τα χέρια όλων και τα ακρωτηριασμένα μέλη πολλών εξ αυτών, που είχαν υποστεί μαρτύρια κατά τους διωγμούς. Όταν κάποιοι του ανέφεραν κατηγορίες για μερικούς από τους επισκόπους, δεν δέχθηκε να εξετάσει τις αναφορές των και είπε: «Αν εγώ ο ίδιος προσωπικώς έβλεπα αρχιερέα να παρανομεί θα τον σκέπαζα με την πορφύρα μου».
Τον Σεπτέμβριο του 326 θανάτωσε τον γιο του Κρίσπο στην Πόλη, επειδή τον διέβαλε ψευδώς η θετή του μητέρα Φαύστα ότι τη βίασε. Η αγία Ελένη λυπήθηκε βαθύτατα γι’ αυτό και ήλεγξε δριμύτατα τον Κωνσταντίνο. Κατόπιν τούτου, όταν ανακάλυψε τη διαβολή της Φαύστας θανάτωσε και αυτήν. Τα δύο αυτά συγκλονιστικά γεγονότα λύπησαν τον Μέγα Κωνσταντίνο υπέρμετρα και μετανοημένος γι’ αυτά θρηνούσε σαν άλλος Δαβίδ σε όλη του τη ζωή. Επίσης, έστησε ανδριάντα προς τιμήν του αδίκως φονευθέντος υιού του, γράφοντας επάνω: «Στον αδικημένο γιο μου».
Την 26η Νοεμβρίου του 326, έθεσε τον πρώτον λίθον στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους του. Κατόπιν θείου οράματος, με καθοδήγηση αγίου αγγέλου έθεσε τα όριά της και ανέθεσε σ’ ένα ειδικό άνθρωπο, τον Εφραδά, την επίβλεψη και φροντίδα της οικοδομήσεως. Η πόλη έγινε πανέμορφη, όπως άλλωστε μας περιγράφουν και οι κατά καιρούς περιηγητές της. Τα εγκαίνια τέλεσε με κάθε επισημότητα στις 11 Μαΐου του 330.
Στην εποχή του αγίου πραγματοποιήθηκε μεγάλη εξωτερική Ιεραποστολή και τότε βαπτίσθηκαν οι Ινδοί, οι Ίβηρες (Γεωργιανοί) και οι Αρμένιοι, με την εποπτεία του αγίου Γρηγορίου, Επισκόπου της Μεγάλης Αρμενίας.
Επίσης, ο άγιος, πάλι κινούμενος από θεία αποκάλυψη, έστειλε τη μητέρα του στους Αγίους Τόπους, για να εύρη τον Τίμιο Σταυρό και να αναδείξει τα παραμελημένα και κατεχωσμένα ιερά προσκυνήματα της ενσάρκου οικονομίας του Χριστού. Εκεί έχτισε πάμπολλες εκκλησίες. Η Αγία Ελένη, που μαζί με τον Τίμιο Σταυρό βρήκε και τους τέσσερεις τιμίους ήλους (καρφιά), τοποθέτησε τους μεν δύο στο κράνος του Αγίου Κωνσταντίνου, τους δε άλλους δύο στο χαλινάρι του ίππου του.
Από τους τρεις υιούς που είχε αποκτήσει από την Φαύστα, ονόμασε Καίσαρες το 317 τον Κωνσταντίνο Β’ και το 323-324 τον Κωνστάντιο Β’. Το 333 ονόμασε τον Κώνσταντα και το 325 τον Δαλμάτιον, υιό του ετεροθαλούς αδελφού του Ιουλίου Κωνσταντίου. Ίσως ήθελε με τον τρόπο αυτό να αναβιώσει την Τετραρχία του Διοκλητιανού.
Ο Αννιβαλιανός, μικρότερος αδελφός του Δαλματίου, έλαβε σύζυγο την αδελφή του Κωνσταντίου Κωνσταντία και έλαβε το Βασίλειο του Πόντου. Το 337, κατά την προετοιμασία του πολέμου κατά του βασιλέως της Περσίας Σαπώρ Β’, ο Άγιος Κωνσταντίνος ασθένησε ή κατά κάποιους ιστορικούς, δηλητηριάστκε από τους ετεροθαλείς αδελφούς του και πέθανε, αφού προηγουμένως βαπτίσθηκε από τον Εύσέβιο, Επίσκοπο Νικομήδειας.
Το Άγιο Λείψανό του ετάφη στον Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, την οποία ο ίδιος είχε κτίσει.
Πηγή: «Ημερολόγιον 2013», Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Χάλκης