Αλήθεια, πώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα παιδιά για τον Θεό; Πόσο εφικτό γίνεται αυτό όταν εμείς έχουμε μεγάλα πνευματικά κενά, αλλά και οι σημερινές απαιτήσεις των παιδιών έχουν γίνει πιεστικές; Στους καιρούς μας περισσεύουν οι αντιρρήσεις για την ύπαρξη του Θεού, ενώ μεταλλαγμένες μορφές αθεΐας εμφανίζονται συνεχώς.
Παράλληλα τα αμείλικτα ερωτήματα των παιδιών μας ζητούν απαντήσεις, σημερινές και άμεσες. Πού είναι ο Θεός όταν το κακό κραυγάζει θριαμβευτικά, όταν ό πόνος, η αρρώστια, ο θάνατος χτυπούν βάναυσα και ανελέητα; Πού είναι ο Θεός στην ορφάνια ή στην έσχατη φτώχεια;
Σ’ αυτό τον ορυμαγδό αμφισβητήσεων και αντιρρήσεων μόνο η εμπειρική βίωση από μέρους μας της ορθοδόξου πίστεως μπορεί να απαντήσει.
Από την αρχή παρουσιάζεται ένα πρακτικό πρόβλημα. Στην εκκλησιαστική παράδοση και την ορθόδοξη Θεολογία μιλούμε για ένα Θεό πού είναι Τριαδικός. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως αυτά που κατανοούμε ή προσπαθούμε να κατανοήσουμε εμείς, δεν είναι αυτονόητα στο παιδί. Γι’ αυτό και χρειάζεται στο ξεκίνημα να χρησιμοποιήσουμε παραδείγματα που «απλοποιούν» την τριαδικότητα του Θεού. Ένα χαρακτηριστικό είναι το θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος με το κεραμίδι στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Πριν ξεκινήσουμε να αποκαλύπτουμε το μεγάλο μυστήριο του Θεού στην παιδική ψυχή πρέπει να δημιουργήσουμε την αίσθηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή του. Δηλαδή, όπως όταν γεννήθηκε, οι παραστάσεις γύρω του αλλά και η συνεχής στοργή και φροντίδα το έπεισαν για το ποιοι είναι οι γονείς του, που δίπλα τους αισθάνεται ασφάλεια και σιγουριά, έτσι πρέπει να το πείσουμε να δέχεται τον Θεό σαν παρουσία, σαν αίσθηση ζωντανή, να πιστεύει σ’ Εκείνον και να εκδηλώνει την πίστη του με συγκεκριμένο τρόπο.
Οι εικόνες, το καντήλι, το θυμίαμα, η άσκηση της νηστείας, η προσπάθεια εφαρμογής των ευαγγελικών εντολών από μέρους της οικογένειας, δημιουργούν μία ατμόσφαιρα την οποία το παιδί αποδέχεται ως φυσικό του περιβάλλον και στη συνέχεια ακολουθεί. Έτσι γίνεται ευκολότερη αργότερα η προσέγγιση των πνευματικών δεδομένων. Κοντολογίς η πνευματική ατμόσφαιρα που υπάρχει στο σπίτι, κηρύττει σιωπώσα και αποτελεί την πρώτη απόδειξη πως η πίστη στον Θεό δεν είναι έργο απροσδιόριστο χειρών ανθρώπων, αλλά πραγματικότητα που μπορεί να βιωθεί.
Η οποιαδήποτε στάση μας – πρέπει να γνωρίζουμε – μπορεί να «χρεώσει» τον Θεό και την Εκκλησία. Μερικές φορές εφευρίσκοντας τρόπους για να διαπαιδαγωγήσουμε τα παιδιά μας, επιστρατεύουμε και τον Θεό σαν συνήγορο των δικών μας αποφάσεων. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μην χρησιμοποιούμε την παρουσία του Θεού κατ’ επιλογήν και κυρίως στις οφειλές των άλλων σε μας.
Αν, π.χ., υποστηρίζουμε κάτι εξόφθαλμα άδικο και χρησιμοποιούμε και τον Θεό γι’ αυτό, τότε πρέπει να γνωρίζουμε πως το παιδί θα απορρίψει και εμάς και το δίκιο μας. Είναι νομίζουμε λάθος να μιλούμε για τον Θεό με έννοιες που το παιδί δεν κατανοεί. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε λέξεις που δεν έχουν αντίκρισμα στην παιδική ψυχή. Θα μπορούσαμε «πλάθοντας» τον Θεό να του μιλήσουμε, με όπλο τις καινοδιαθηακές ή παλαιοδιαθηκικές ιστορίες, για την αγάπη Του, την ειρήνη Του που απλόχερα σκορπίζει σ’ εκείνους πού τον πιστεύουν και Τον αγαπούν. Είναι ευκολότερη η προσέγγιση του Θεού όταν μιλάμε για τα «χαρακτηριστικά» Του.
Καλό θα είναι να ακολουθούμε το μεγάλωμα του παιδιού και να του αποκαλύπτουμε τις αλήθειες της ορθοδόξου πίστεως κατά τη δεκτικότητά του.
Ο νέος αυτός ρόλος που αναλαμβάνουμε, δηλαδή αυτή η εμπειρία της διδασκαλίας ή της μικράς κατηχήσεως θα μας φέρει συχνά αντιμέτωπους με τις πραγματικά μεγάλες πνευματικές ελλείψεις ή και την τελεία μας άγνοια πάνω στα πνευματικά ζητήματα.
Ας φροντίσουμε μιλώντας για τον Θεό να γνωρίσουμε τι ακριβώς πρέπει να πούμε στα παιδιά, μήπως βρεθούμε σε δρόμους μη ορθόδοξους.
Ας αναζητήσουμε το απόσταγμα της πατερικής σοφίας που αποτελεί τη σωστική κιβωτό. Σχεδόν ταυτόχρονα μπορεί ν’ αρχίσει λίγο στην αρχή, εντονότερα στη συνέχεια η αμφισβήτηση για την αλήθεια ή ακόμη θα αναπτυχθούν σκέψεις ως προς την ορθή πίστη άλλων θρησκειών. Στις μέρες μας, μάλιστα, που ο συγκρητισμός καταργεί τις ιδιαιτερότητες και τις ταυτότητες των τόπων και των προσώπων, χρειάζεται να καταβληθεί πολύς κόπος ώστε το παιδί μας να πεισθεί πως η πίστη που του διδάξουμε είναι πραγματικά η σωστή.
Είναι πολύ σημαντικό η διδασκαλία μας να συνοδεύεται από τη συνεχή προσπάθειά μας να μάθει το παιδί πως οι εντολές του Θεού είναι πραγματικά εφαρμόσιμες. Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανείς καλά γιατί χρειάζεται η πράξη να προηγείται της θεωρίας.
Η άρνηση του Θεού από μέρους του παιδιού σε κάποια ηλικία έρχεται όχι τόσο από την προσωπική του επανάσταση, όσο γιατί αδυνατεί να σηκώσει το «βάρος» της μαρτυρίας του Χριστού στο σχολείο ή στην κοινωνία γενικότερα. Δεν μπορεί να σηκώνει «μόνο» του τις ειρωνείες των φίλων και συμμαθητών του. Τότε είναι η ώρα να πούμε στο παιδί μας πως η αγάπη μας σε κάποιον δεν είναι θεωρητική, αλλά έχει αξία όταν για εκείνον που αγαπάς θυσιάζεσαι. Αυτό, δηλαδή, που δίδαξε ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.
Αφού, τέλος, καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια με τον λόγο και το παράδειγμά μας, ας αναθέσουμε με την προσευχή μας τα παιδιά στον Θεό, για να επιλέξει Εκείνος τον τρόπο που θα μιλήσει στην καρδιά τους.
Πηγή: Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», τ. Ιούνιος 2001.