Δεν υπάρχουν σχόλια

«Κυρά μου, αν θα κρεμαστείς, κρεμιέται ο κόσμος όλος»

Νομίζω ότι ένας πολιτισμός αποτιμάται κατά κύριο λόγο από τον τρόπο που πενθεί και από τον τρόπο που γιορτάζει. Και, ειλικρινά, δεν γνωρίζω κάποιον που να καυχάται για τους σημερινούς τρόπους. Στα μέρη μας ωστόσο αυτοί οι, κάποτε αξεχώριστοι, τρόποι είχαν για πολλούς αιώνες συγκεκριμένες εκφάνσεις κι εκφορές. Η Παναγία, καλή ώρα, ακαμάτως μεσίτευε «ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῶν» και στάθηκε η καταφυγή των αναγκεμένων, η παραμυθία των αδικουμένων, το αντιστύλι των οδυνομένων.

Τα παραπάνω δεν είναι θεολογικά φληναφήματα, αλλά ιστορικές αποτιμήσεις από τις οποίες κάθε άλλο παρά λείπουν τα τεκμήρια. Η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ ήταν ένα πρόσωπο εξόχως οικείο και αγαπητό στον λαό. Όλα τα σπίτια –ακόμη και τα πιο φτωχά ή κυρίως αυτά– είχαν το εικονοστάσι τους κι όλα τα εικονοστάσια είχαν εικόνα της. Αυτή η οικειότητα και η αγάπη θησαυρίστηκε σε αχειροποίητα εικονίσματα και απέριττα ξωκλήσια που στέγασαν απελπισμούς και ανατάσεις. Η εγγύτητα προς το πρόσωπό της εκφράστηκε εναργώς με τα αμέτρητα, κυριολεκτικά, Θεοτοκονύμια και την πάγκοινη και σπαρακτική επίκληση «βόηθα Παναγιά!». Στη γλυκύτητα της Γυναίκας, που ήταν κόρη των ανθρώπων και μάνα Εκείνου που έκοψε την Ιστορία στα δυο, προσέτρεχαν κι οι μικρομάνες, ζητώντας της στα νανουρίσματά τους να συντροφεύει τα παιδιά τους.

Πριν από τον Δεκαπενταύγουστο οι άνθρωποι δέονταν, νήστευαν κι άσπριζαν τις αυλές τους για να καλοδεχτούν τη Δέσποινά τους. Παράδοξο κι ετούτο: να είναι, δηλαδή, γιορτή ζωής και αφθαρσίας εγκώμιο η Κοίμησή της! Δεύτερο Πάσχα, Πάσχα του καλοκαιριού λογιζόταν ο Δεκαπενταύγουστος και σε πολλά μέρη στόλιζαν και περιέφεραν τον Επιτάφιό της.

Η εκκλησιαστική εμπειρία βεβαιώνει ότι ο θάνατος στην επικράτειά της δεν έχει ούτε τον πρώτο ούτε τον τελευταίο λόγο. Γι’ αυτό ανάβονταν κεριά στη χάρη της, γίνονταν γονυκλισίες στα εικονίσματά της, τάματα σωρεύονταν στην ποδιά της και πανηγύρια στήνονταν στο όνομά της σε αυλόγυρους ναών και ανοιχτωσιές. Οι κοινότητες συνάζονταν γύρω από τα χοροστάσια και, συχνά, δεξιώνονταν τους ξενιτεμένους τους – ζώντες και τεθνεώτες. Οι πανηγυριστές φίλιωναν, φιλιούνταν και πιάνονταν χέρι χέρι σε κυκλωτικούς χορούς.

Η όπου γης ελληνική Ορθοδοξία τον Δεκαπενταύγουστο φόραγε τα καλά της για να αξιωθεί και να υποδεχθεί την υπέρμαχο Στρατηγό της. Ακόμα και την επανάκτηση της αλωμένης Πόλης σε Εκείνη την έταζε. «Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά σου θα ΄ναι», της υποσχόταν. (Η στενόκαρδη και επηρμένη αλλαγή της κτητικής αντωνυμίας από «δικά σου» σε «δικά μας» είναι σχετικά πρόσφατη λαθροχειρία και μια από τις, μάλλον, λιγοστές συμβολές των λογίων μας στην ιστορική αυτοσυνειδησία του λαού μας, που μέχρι πρότινος πάντως έδινε λόγο στα εικονίσματα και όχι στους… οίκους αξιολόγησης).

Σήμερα στοιχεία και στοιχειά αυτής της ένσαρκης κάποτε γιορτής συναντάμε ακόμη σε όλη την ελληνική επικράτεια. «Επιβιώματα» αμέτοχα της τρυφερής γνησιότητας του βιώματος της λαϊκής ευσέβειας. Περισσότερο ομοιάζουν με προκαταλήψεις συνεπείς σε μια ξεθυμασμένη προσκοπική θρησκευτικότητα αλλά παντελώς άσχετες με τον συντριμμό της πίστης. Οπωσδήποτε όμως ως φολκλορικά υπολείμματα, όσο να πεις, εντυπωσιάζουν τουλάχιστον τους αλλοδαπούς επισκέπτες μας. Συνθεσάιζερ, νεοδημοτικές αθλιότητες, φαγοπότια, ουίσκια και λουλουδοπόλεμος – όλα αυτά που, τέλος πάντων, σωρεύουν επιπλέον κόπωση και αφήνουν μετέωρες τις χειρονομίες και τα χαμόγελα όλων την ώρα που το πανελλήνιο ετοιμάζει τα μπαγκάζια της επιστροφής του στην όχι και τόσο ανεόρταστη καθημερινότητά του. Σήμερα, λόγου χάριν, εορτάζεται η Διεθνής ημέρα αδέσποτων ζώων και κοντοζυγώνει η Παγκόσμια ημέρα κατά των κουνουπιών (20 Αυγούστου)!

Μετά τον Θάνατο του Θεού, τη δυσανεξία στη μεταφυσική και την πλησίστια προσχώρησή μας στην Culte de la Raison (Λατρεία της Λογικής), όσο ιερό απέμεινε στις ζωές μας, το ξέκανε η εθιμοτυπία.

Οπότε τι νόημα έχει η δική μου μεμψιμοιρία με επισημάνσεις που μεσούντος του Αυγούστου παραβιάζουν θύρες ανοιχτές; Για να πω την αλήθεια μάλλον κανένα, εκτός από το να μην ξεχαστεί ότι η Παναγία, η Παντοχαρά, η Πάντων χαρά (η «άλλη» χαρά) είναι μάνα, μάνα πάντων και, κυρίως, να μην περνιέται η ορφάνια μας και για προνόμιο.

 

Παντούλας Θεόδωρος (συγγραφέας)

 

Πηγή: kathimerini.gr

Προσθήκη σχολίου