Στην πασίγνωστη παραβολή του καλού Σαμαρείτη ο Χριστός δέχεται μια ερώτηση από τον νομικό που τον πείραζε: «Ποιος είναι ο πλησίον μου που πρέπει να τον αγαπώ όπως τον εαυτό μου;». Στη συνέχεια ο Χριστός με τη γνωστή παραβολή έδειξε, ότι η ερώτηση τέθηκε με λάθος τρόπο. Έτσι στο τέλος αντέστρεψε το ερώτημα και το έθεσε με τον ορθό τρόπο προς τον νομικό: «Ποιος έγινε ο πλησίον για αυτόν που έπεσε στους ληστές;».
Το θέμα για τον Χριστό, δηλαδή, δεν είναι το αυτονόητο, το ποιος είναι ο πλησίον μας. Αυτό δεν θέλει ερώτημα. Είναι ο κάθε άνθρωπος που έχει ανάγκη, κοντινός ή μακρινός, ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας, καταγωγής. Το θέμα είναι αν έχουμε εμείς διάθεση να γίνουμε ο πλησίον του κάθε ανθρώπου που υποφέρει. Μπορούμε να είμαστε δίπλα στον κάθε δοκιμαζόμενο, φτωχό, πεινασμένο, γυμνό, θλιβόμενο, φυλακισμένο; Μπορούμε, άραγε, να γίνουμε ο άνθρωπος του κάθε εμπερίστατου και πονεμένου;
Αν ο Χριστός ήλθε από τον ουρανό στη γη για να γίνει ο καλός Σαμαρείτης για μας, εμείς τι κάνουμε για τον πλησίον μας που είναι μόλις δίπλα μας, στο σπίτι μας ίσως, στη γειτονιά μας, στον περίγυρό μας; Ή μήπως συγκινούμαστε μόνο από τους πεινασμένους της άλλης πλευράς του πλανήτη, που, επειδή ακριβώς δεν τους ξέρουμε, ξεμπερδεύουμε εύκολα μαζί τους με λίγα ψωροευρώ, με ένα κόκκαλο που και που, στο πνεύμα μιας εντελώς ανώδυνης, μίζερης, επιδερμικής, ψυχρής φιλανθρωπίας, ενώ αδιαφορούμε γι’ αυτόν που είναι ένα βήμα μόνο από μας; Για να γίνουμε ο πλησίον του διπλανού μας, χρειάζεται κόπος, χρόνος, διάθεση, θυσία.
Διηγείται ο Μητροπολίτης Άκκρας Νάρκισσος για τον Αφρικανό (από τη Σιέρρα Λεόνε) ιερέα Αλέξανδρο και την άρρωστη από καρκίνο πρεσβυτέρα του, που η αρρώστια της κόστισε κάποια αναπηρία, αλλά και την αφαίρεση του δεξιού της χεριού.
«Τους παρατηρούσα στην καθημερινή τους διαβίωση κοντά μας. Διέκρινα τον π. Αλέξανδρο μέρα παρά μέρα να βάζει τη σκάφη και με τα χέρια του να πλένει τα ρούχα του και αυτά της πρεσβυτέρας του, ενώ εκείνη να μην τον αφήνει μόνο του, αλλά να κάθεται δίπλα του σε έναν τσιμεντόλιθο και να του μιλάει. Μετά το πλύσιμο κουβαλούσε τα ρούχα για να τα απλώσει στην άλλη πλευρά του ιεραποστολικού Κέντρου. Αυτή δίπλα του με την πατερίτσα, στεκόταν ανήμπορη να δώσει χέρι βοηθείας, στην πραγματικότητα, όμως, βοηθούσε με τη στάση της.
Το απόγευμα καθόντουσαν δίπλα-δίπλα κάτω από το μεγάλο δέντρο του ιεραποστολικού Κέντρου και εκείνος της διάβαζε κομμάτια από την Αγία Γραφή. Όταν τους έβλεπες να μιλάνε μεταξύ τους, υπήρχε πλήρης αρμονία. Μιλούσαν και κοίταζαν στην ίδια κατεύθυνση.
Η παρουσία του πατρός Αλεξάνδρου και της πρεσβυτέρας του Ελισάβετ ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα και ταυτόχρονα κήρυγμα συζυγικής αγάπης, αφοσίωσης και πίστης στο θέλημα του Θεού. Η βιοτή τους ήταν ένα σιωπηρό κήρυγμα».
Να ένα τέλειο παράδειγμα για το πώς γίνεται κάποιος, αν θέλει, πλησίον για τον πλησίον του!
† π. Δημητρίου Μπόκου, «Αντιύλη», Ι. Ν. Αγ. Βασιλείου, Πρέβεζα.