
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες της παγκόσμιας ιστορίας, δεν ήταν απλώς ένας αυτοκράτορας που αναδιοργάνωσε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ήταν ο ηγέτης που, μέσα από τις επιλογές και τις πράξεις του, διαμόρφωσε την πορεία του Χριστιανισμού, μετατρέποντάς τον από μια διωκόμενη αίρεση σε μια επίσημη θρησκεία, και θέτοντας τις βάσεις για την παγκόσμια εξάπλωσή του. Η συμβολή του υπήρξε τόσο καταλυτική, που χωρίς αυτήν, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Χριστιανισμό όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.
Η κομβική στιγμή στη σχέση του Κωνσταντίνου με τον Χριστιανισμό είναι αναμφίβολα η Μάχη της Μιλβίας Γέφυρας το 312 μ.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κωνσταντίνος είδε ένα όραμα στον ουρανό, έναν φωτεινό σταυρό με την επιγραφή «ἐν τούτῳ νίκα». Θεωρώντας το ως ένα θείο σημάδι, διέταξε να τοποθετηθεί το χριστιανικό μονόγραμμα (ΧΡ) στις ασπίδες των στρατιωτών του. Η νίκη του επί του Μαξεντίου ερμηνεύτηκε ως επιβεβαίωση της θεϊκής εύνοιας και σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής.
Το 313 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον συναυτοκράτορα Λικίνιο, εξέδωσαν το Διάταγμα των Μεδιολάνων (Μιλάνου). Αυτό το διάταγμα ήταν επαναστατικό. Αντί να αναγνωρίζει τον Χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία, καθιέρωνε την θρησκευτική ανεκτικότητα σε όλη την Αυτοκρατορία. Οι Χριστιανοί, μετά από αιώνες διωγμών και σφαγών, απέκτησαν επιτέλους το δικαίωμα να ασκούν ελεύθερα την πίστη τους. Οι περιουσίες που είχαν κατασχεθεί τους επεστράφησαν, και ο Χριστιανισμός εξισώθηκε νομικά με τις παραδοσιακές ρωμαϊκές θρησκείες. Αυτή η πράξη όχι μόνο έθεσε τέλος στους διωγμούς, αλλά έδωσε και το πράσινο φως στην οργάνωση και την ανάπτυξη των χριστιανικών κοινοτήτων.
Ο Κωνσταντίνος δεν περιορίστηκε στην απλή ανεκτικότητα. Έδειξε ενεργά την υποστήριξή του στον Χριστιανισμό.
Οικοδόμησε εκκλησίες: Μεταξύ αυτών, ο περίφημος Ναός του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ και η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη, που έγιναν κέντρα προσκυνήματος και σύμβολα της χριστιανικής δύναμης.
Προίκισε την Εκκλησία: Χορήγησε προνόμια στον κλήρο, απαλλάσσοντας τους από φόρους και στρατιωτική θητεία, γεγονός που ενίσχυσε τη θέση τους στην κοινωνία.
Συγκάλεσε Συνόδους: Η πιο σημαντική ήταν η Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας το 325 μ.Χ., όπου αντιμετωπίστηκε η αίρεση του Αρείου και διατυπώθηκε το Σύμβολο της Πίστεως. Η παρουσία του αυτοκράτορα έδωσε κύρος στις αποφάσεις της Συνόδου και υπογράμμισε την άρρηκτη σύνδεση μεταξύ εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας.
Καθιέρωσε την Κυριακή ως αργία: Αναγνωρίστηκε ως ημέρα ανάπαυσης και λατρείας, ενισχύοντας την πρακτική του χριστιανισμού στην καθημερινή ζωή.
Η δημιουργία της Κωνσταντινούπολης το 330 μ.Χ. ως νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε το επιστέγασμα της πολιτικής του. Η πόλη αυτή, χτισμένη εξ αρχής ως χριστιανική πρωτεύουσα, χωρίς παγανιστικούς ναούς, έγινε το κέντρο του Ανατολικού Χριστιανισμού και το λίκνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η συμβολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην εξάπλωση του Χριστιανισμού είναι ανυπολόγιστη. Από την εδραίωση της θρησκευτικής ελευθερίας μέχρι τη θεσμική υποστήριξη και την ενεργή προώθηση, οι ενέργειές του μεταμόρφωσαν τον Χριστιανισμό από μια υπόγεια λατρεία σε μια κυρίαρχη δύναμη. Έθεσε τα θεμέλια για την ανάπτυξη της χριστιανικής θεολογίας, την οργάνωση της Εκκλησίας και τελικά τη διαμόρφωση του δυτικού και ανατολικού πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε. Ο Κωνσταντίνος δεν επέβαλε τον Χριστιανισμό, αλλά δημιούργησε τις συνθήκες για να ανθίσει, αλλάζοντας για πάντα την πορεία της ανθρωπότητας.