
Πάνω από 4.000 χειρόγραφα, περίπου 2.000 εικόνες, κτίρια που επί δεκαπέντε αιώνες παραμένουν ανέπαφα με τα αρχικά ξύλα της στέγης τους, τις σκαλισμένες θύρες, τα περικαλλή ψηφιδωτά τους. Οι αριθμοί είναι απλώς ενδεικτικοί και μόνο εξωτερικά περιγράφουν το σιναϊτικό θαύμα, το πώς δηλαδή στην καρδιά της ερήμου, στη σκιά του όρους όπου ο Μωυσής έλαβε τις Πλάκες του Νόμου, ακμάζει επί 1.475 περίπου χρόνια το παλαιότερο σωζόμενο και σε αδιάλειπτη λειτουργία χριστιανικό μοναστήρι στον κόσμο.
Χτισμένο με χορηγία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού λίγο μετά τον θάνατο της συζύγου του Θεοδώρας (548 μ.Χ.), σε κοιλάδα που φιλοξενούσε ήδη ερημίτες γύρω από τον βιβλικό χώρο της «φλεγομένης καὶ μὴ καταφλεγομένης βάτου» (Εξοδος, 3, 2), το μοναστήρι συγκέντρωσε ανά τους αιώνες μοναχούς από όλο τον ορθόδοξο χώρο, πρωτίστως ελληνόφωνους «Ρωμιούς», αλλά και, σε μικρότερο αριθμό, ορθόδοξους Σύρους, Αραβες, Γεωργιανούς, Σλάβους. Όλοι κληροδότησαν στη Μονή της μετανοίας τους τούς καρπούς του πνευματικού τους αγώνα και μοναδικά κειμήλια των πολιτισμών τους. Το χρονολογικό εύρος, η καλλιτεχνική ποιότητα και η ποικίλη πολιτισμική προέλευση συνιστούν από κοινού τη μοναδικότητα αυτών των κειμηλίων.
Τα ελληνικά χειρόγραφα μάς παρουσιάζουν ένα πανόραμα της ελληνικής γραφής και γραμματολογίας από τον 4ο αιώνα και εξής, κατά τρόπο που καθιστούν τη Σιναϊτική Βιβλιοθήκη μία από τις δύο ή τρεις κορυφαίες του είδους στον κόσμο. Ακόμη και σήμερα εντοπίζονται στις σελίδες τους κείμενα της ύστερης αρχαιότητας που θεωρούνταν χαμένα. Τα χειρόγραφα των άλλων γλωσσών, πέραν της ελληνικής, αποτελούν σημεία αναφοράς για τη γραμματολογία των αντίστοιχων λαών και πολιτισμών, ενώ δεν λείπουν και εκπλήξεις που φέρνουν επανάσταση στη γνώση μας για τον κόσμο των μέσων χρόνων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σχετικά πρόσφατα εντοπίστηκε κείμενο σε μια γλώσσα που θεωρούνταν έως τώρα χαμένη, την αλβανική του Καυκάσου, που εξέλιπε μαζί με τον χριστιανικό λαό που την μιλούσε, στην περιοχή του σημερινού Αζερμπαϊτζάν.
Οι εικόνες της Μονής Σινά παρουσιάζουν μια θαυμαστή, αδιάσπαστη συνέχεια από τον 7ο αιώνα, δηλαδή πριν την Εικονομαχία, μέχρι τη μεταβυζαντινή περίοδο και τα νεότερα χρόνια. Έργα τέχνης της Κωνσταντινούπολης, της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής, κάποιες φορές με ανατολικές ή δυτικές επιδράσεις, καθιστούν το σιναϊτικό εικονοφυλάκιο επαρκές από μόνο του για μια πλήρη μελέτη της βυζαντινής ζωγραφικής στη διαχρονική εξέλιξή της.
Για όλα τα παραπάνω, το μοναστήρι του Σινά έχει εύλογα χαρακτηριστεί ως «ένα συμπυκνωμένο Βυζάντιο». Και ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται ακόμα εντυπωσιακότερος αν αναλογιστεί κανείς ότι η Μονή απόλαυσε τη βυζαντινή προστασία μόνο για τα πρώτα εκατό χρόνια ιστορίας της και ότι έκτοτε, από το 641 μ.Χ., εντάχθηκε στην αραβική επικράτεια, σε έναν κόσμο με διαφορετική θρησκεία και κουλτούρα, σε ένα χωνευτήρι λαών και πολιτισμών, με εντάσεις, όπως οι Σταυροφορίες, αλλά και με την απόλυτη απομόνωση μιας γης έρημης και άβατης και άνυδρης.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ο σεβασμός που επέδειξε προς τη σιναϊτική πνευματικότητα και ο ιδρυτής του Ισλάμ. Ο ίδιος ο Μωάμεθ εξέδωσε εγγυητήριο έγγραφο, τον περίφημο Αχτιναμέ, με το οποίο δέσμευσε τους πιστούς της θρησκείας του να σέβονται τη Μονή Σινά και να μην παραβιάζουν τα δικαιώματά της – κάτι που συχνά έγινε σεβαστό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξαν ή δεν υπάρχουν εξαιρέσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι μοναχοί δέθηκαν με τους περιοίκους Βεδουίνους, μουσουλμάνους πλέον, σε μια κοινωνία αλληλοσυμπλήρωσης και αλληλοβοήθειας, αποτελώντας μοναδικό παράδειγμα ειρηνικής συμβίωσης, χωρίς εκπτώσεις στον θρησκευτικό τομέα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της νεότερης ισραηλινής κατοχής του Σινά (1967-1982) η Μονή έκρυψε και φυγάδευσε εγκλωβισμένους Αιγύπτιους στρατιώτες, και οι Έλληνες μοναχοί της επέδειξαν σε ποικίλους τομείς γενναία πατριωτική στάση.
Με την προστάτιδά της αγία Αικατερίνα, με τους 180 περίπου γνωστούς αγίους που προήλθαν από τα σπλάχνα της, η Σιναϊτική Αδελφότητα πορεύεται στις δυσκολίες του 21ου αιώνα με το πλεονέκτημα της μακραίωνης και βαθιάς πνευματικής της παράδοσης, τη βιωμένη εμπειρία της υπέρβασης τοπικών και διεθνών «αδιεξόδων», και τη συναίσθηση του βάρους μιας κληρονομιάς που συνδέει την ύστερη αρχαιότητα με το σήμερα και το αύριο.
Του Νικολάου Λ. Φύσσα (Βυζαντινολόγου στο Ίδρυμα Όρους Σινά)
Πηγή: kathimerini.gr