
Σαν σήμερα, 20 Ιουλίου, συμπληρώνονται 51 χρόνια από την ημέρα που η Κύπρος γνώρισε το σκληρό πρόσωπο της εισβολής. 51 χρόνια πόνου, μνήμης και ενός αγώνα που δεν έχει ακόμα τελειώσει. Είναι μια ημερομηνία χαραγμένη βαθιά στην ψυχή του κάθε Έλληνα, μια πληγή που αιμορραγεί ακόμα, αλλά και ένα σημάδι της ακλόνητης πίστης ενός λαού που αρνείται να λησμονήσει.
Εκείνο το πρωινό του Ιουλίου του 1974, η γαλήνη του νησιού διακόπηκε από τον βρυχηθμό των πολεμικών αεροσκαφών και τον κρότο των βομβών. Η τουρκική εισβολή, με την κωδική ονομασία «Αττίλας», ξεκίνησε, φέρνοντας μαζί της θάνατο, καταστροφή και τον αναγκαστικό ξεριζωμό χιλιάδων ανθρώπων από τις πατρογονικές τους εστίες. Πόλεις και χωριά αλώθηκαν, εκκλησίες και μοναστήρια λεηλατήθηκαν ή μετατράπηκαν σε τζαμιά, και η γη του Αγίου Βαρνάβα ποτίστηκε με το αίμα των αθώων.
Μέσα σε αυτή την τραγωδία, η πίστη του κυπριακού λαού αναδείχθηκε ως φάρος ελπίδας και αντοχής. Οι εκκλησίες, που πάντα αποτελούσαν το επίκεντρο της ζωής των Ελλήνων, μετατράπηκαν σε καταφύγια για τους κυνηγημένους, σε σύμβολα αντίστασης και σε τόπους όπου ο πόνος μετατρεπόταν σε προσευχή. Οι ιερείς, πολλοί από τους οποίους πλήρωσαν με τη ζωή τους την αφοσίωσή τους, στάθηκαν δίπλα στο ποίμνιό τους, παρηγορώντας, ενθαρρύνοντας και μεταλαμπαδεύοντας το μήνυμα της ελπίδας και της ανάστασης.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Εκκλησία της Κύπρου έπαιξε και συνεχίζει να παίζει κεντρικό ρόλο στην υπόθεση του Νησιού. Από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’, που υπήρξε ηγετική μορφή και σύμβολο αγώνα, μέχρι τον τελευταίο ιερέα σε κάθε απομακρυσμένο χωριό, η Εκκλησία υπήρξε και παραμένει η φωνή των αδικημένων, ο φύλακας της ιστορικής μνήμης και ο θεματοφύλακας της ορθόδοξης παράδοσης. Οι εικόνες των κατεστραμμένων εκκλησιών και των καλυμμένων με τουρκικές σημαίες αγίων μορφών, αποτελούν ζωντανές μαρτυρίες της θρησκευτικής και πολιτιστικής γενοκτονίας που συντελέστηκε και συνεχίζεται.
51 χρόνια μετά, ο πόνος παραμένει ζωντανός. Οι οικογένειες των αγνοουμένων περιμένουν ακόμα ένα σημάδι από τους δικούς τους, οι πρόσφυγες νοσταλγούν τις χαμένες πατρίδες τους, και η μνήμη των πεσόντων και των θυμάτων απαιτεί δικαίωση.
Η προσευχή μας υψώνεται για όλους αυτούς: για τους ηρωικούς υπερασπιστές της Κύπρου που έπεσαν στο καθήκον, για τους αγνοούμενους που παραμένουν άγνωστης τύχης, για τους εκτοπισμένους που ζουν με την ελπίδα της επιστροφής.
Η Ορθόδοξη πίστη μας μάς διδάσκει ότι η δικαιοσύνη είναι αρετή Θεού και ότι το φως πάντα νικά το σκοτάδι. Παρά τις αντιξοότητες, η πίστη αυτή παραμένει ακλόνητη. Η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι μέσα από τις δοκιμασίες αναδεικνύεται η δύναμη της ψυχής και η ανθεκτικότητα του πνεύματος. Η Κύπρος, παρά τις πληγές της, παραμένει ζωντανή, με τους ανθρώπους της να κρατούν αναμμένη τη φλόγα της μνήμης, της ελπίδας και της απαίτησης για δικαίωση.
Σήμερα, η επέτειος της εισβολής δεν είναι μόνο μια ημέρα πένθους, αλλά και μια ημέρα περισυλλογής και δέσμευσης. Είναι μια υπενθύμιση ότι η λήθη είναι θανάσιμη και ότι η μνήμη είναι η κινητήριος δύναμη για την επίτευξη του δίκαιου. Με την πίστη μας ως οδηγό, ας συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για μια ελεύθερη και επανενωμένη Κύπρο, όπου οι καμπάνες θα ηχούν ξανά σε κάθε γωνιά του Νησιού και η ειρήνη θα βασιλεύει.
Ας είναι η μνήμη των θυμάτων αιώνια και η πίστη μας φάρος στον δρόμο της δικαίωσης.