
Στην άκρη μιας πόλης υπήρχε ένα σπίτι παράξενο. Από έξω έμοιαζε παλιό και απλό, μα τα βράδια, τα παράθυρά του έλαμπαν με χρώματα που δεν έμοιαζαν με κανένα άλλο φως. Άλλοτε γαλάζιο σαν πρωινό ουρανό, άλλοτε χρυσό σαν ήλιο στη δύση και άλλοτε απαλό ροζ σαν την πρώτη ανθισμένη ροδακινιά.
Οι περαστικοί κοντοστέκονταν, μα κανείς δεν τολμούσε να χτυπήσει την πόρτα. Ώσπου μια μέρα, ένας ταξιδιώτης κουρασμένος αποφάσισε να πλησιάσει. Χτύπησε δειλά, και η πόρτα άνοιξε. Μέσα δεν υπήρχαν μεγάλα έπιπλα ούτε χλιδή· μονάχα μια θαλπωρή που τον τύλιξε αμέσως. Και τότε κατάλαβε το μυστικό. Κάθε παράθυρο φώτιζε με το χρώμα της καρδιάς εκείνου που έμπαινε μέσα.
Αν κάποιος ερχόταν λυπημένος, το φως γινόταν γαλάζιο, για να τον γαληνέψει. Αν έφερνε χαρά, το σπίτι άναβε χρυσαφί. Αν κουβαλούσε αγάπη, γέμιζε ροζ και τρυφερότητα.
Ο ταξιδιώτης έμεινε εκεί για λίγο καιρό, και όταν έφυγε, πήρε μαζί του κάτι που δεν φαινόταν. Ένα μικρό κομμάτι από εκείνο το φως. Και όπου και αν πήγαινε μετά, οι άνθρωποι ένιωθαν μια παράξενη θαλπωρή κοντά του, σαν να είχαν μπει για λίγο σε εκείνο το σπίτι με τα φωτεινά παράθυρα.
Και το μυστικό του ήταν απλό. Όταν η καρδιά ζεσταθεί, γίνεται και η ίδια παράθυρο που φωτίζει τον κόσμο.
(†) π. Αθανάσιος Μπουζέτος (Ι. Ν. Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης – Κολωνού)