-Γέροντα, γιατί πολλοί άνθρωποι νιώθουν ανία στη δουλειά;
-Μήπως δεν αγαπούν τη δουλειά τους; Ή μήπως ασχολούνται με το ίδιο πράγμα; Συχνά, σε μερικές δουλειές, σε ένα εργοστάσιο, ας πούμε, που φτιάχνει κουφώματα, ένας υπάλληλος, από το πρωί ως την ώρα που θα φύγει, κολλάει – κολλάει. Ένας άλλος περνάει συνέχεια τζάμια, άλλος στόκο. Κάνουν συνέχεια την ίδια δουλειά, ένα μονότονο πράγμα, και το αφεντικό τους παρακολουθεί. Και δεν είναι μια μέρα ή δυο. Όλο το ίδιο – το ίδιο το βαριούνται.
Παλιά δεν ήταν έτσι. Ένας μαραγκός παραλάμβανε τέσσερις τοίχους από τους χτίστες και έπρεπε να παραδώσει στον νοικοκύρη τελειωμένο το σπίτι με το κλειδί. Σήμερα πολλοί άνθρωποι είναι βασανισμένοι, γιατί δεν αγαπούν τη δουλειά τους. Κοιτάζουν πότε να έρθει η ώρα να φύγουν. Ενώ, όταν υπάρχει ζήλος για τη δουλειά και έχει κανείς ενδιαφέρον γι’ αυτό που φτιάχνει, όσο δουλεύει, τόσο ανάβει ο ζήλος. Αφοσιώνεται μετά στην δουλειά του και, όταν είναι να φύγει, λέει: «Πότε πέρασε η ώρα;». Ξεχνάει και το φαγητό και τον ύπνο, τα ξεχνάει όλα. Και νηστικός να είναι, δεν πεινάει, και άυπνος να είναι, δεν νυστάζει, αλλά και χαίρεται που δεν κοιμάται. Δεν είναι ότι βασανίζεται από την πείνα ή από τη νύστα. Είναι πανηγύρι γι’ αυτόν η δουλειά.
-Γέροντα, δυο άνθρωποι που κάνουν την ίδια δουλειά, πώς γίνεται ο ένας να βγαίνει ωφελημένος πνευματικά από αυτό που κάνει και ο άλλος ζημιωμένος;
-Εξαρτάται από το πώς ο καθένας κάνει αυτήν τη δουλειά και τι έχει μέσα του. Αν εργάζεται με ταπείνωση και αγάπη, όλα θα είναι φωτισμένα, λαμπικαρισμένα, χαριτωμένα, και θα νιώθει εσωτερική ξεκούραση. Αν όμως βάζει υπερήφανο λογισμό, ότι κάνει τη δουλειά καλύτερα από τον άλλον, μπορεί να νιώθει μια ικανοποίηση, αλλά αυτή η ικανοποίηση δεν γεμίζει την καρδιά του, γιατί η ψυχή του δεν πληροφορείται, δεν έχει ανάπαυση.
Ύστερα, όταν κανείς δεν κάνει τη δουλειά του με αγάπη, κουράζεται. Ένας, και μόνον που βλέπει ότι πρέπει να ανέβει μια ανηφόρα, για να τελειώσει κάποια δουλειά, κουράζεται, γιατί δεν αγαπάει αυτήν τη δουλειά. Ενώ ένας άλλος που την κάνει με την καρδιά του, πάει και έρχεται στην ανηφόρα, χωρίς να το καταλαβαίνει. Ώρες μπορεί, για παράδειγμα, να σκαλίζει ένας εργάτης μέσα στον ήλιο και να μην κουράζεται, αν το κάνει με την καρδιά του. Ενώ, αν δεν το κάνει με την καρδιά του, όλο σταματάει, χαζεύει, γκρινιάζει∙ «Ω, πολλή ζέστη κάνει!», λέει, και υποφέρει.
-Μπορεί, Γέροντα, να τον απορροφήσει κάποιον η επιστήμη του, η δουλειά του, και να αδιαφορεί για την οικογένειά του κ.λπ.;
-Τη δουλειά του θα την αγαπά απλά. Δεν θα την ερωτευθεί. Αν δεν αγαπήσει τη δουλειά του, θα κουράζεται διπλά, και σωματικά και ψυχικά, οπότε και η σωματική ανάπαυση δεν θα τον ξεκουράζει, γιατί ψυχικά θα είναι κουρασμένος. Η ψυχική κούραση είναι αυτή που καταβάλλει τον άνθρωπο. Όταν δουλεύει κανείς με την καρδιά του και είναι χαρούμενος, είναι ψυχικά ξεκούραστος και εξαφανίζεται η σωματική κούραση. Η ευχαρίστηση που νιώθει όποιος κάνει φιλότιμα τη δουλειά του είναι καλή ευχαρίστηση. Την έδωσε ο Θεός, για να μην κουράζεται το πλάσμα Του. Αυτή είναι ξεκούραση από την κούραση.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, σσ. 168 – 171, εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος».