Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνει τελείως έξω από τη ζωή μας. Είναι έτοιμος να το σηκώσει αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνει απλώς ένα μέρος της ζωής μας.
Έτσι όταν σκεφτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε τον εαυτό μας: «Ποιος φταίει γι’ αυτό;». Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.
Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «Ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωσή μου». Βρίσκομε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίση του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!
Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε κάτι από Εκείνον και καθόλου Εκείνον. Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώσει ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;
Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθείτε τη θέρμη, το βάθος και την ένταση που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για τη ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; Όχι! Καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής και μόνο σάς απασχολεί.
Όταν κάνετε τη γεμάτη πάθος, βαθιά και έντονη προσευχή, τη σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάσταση που σας στεναχωρεί και μετά στραφείτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώσει η διάθεσή σας, τι άλλαξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι, ασφαλώς! Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρση, όλη η ένταση της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστη σας, τη σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθηση της παρουσίας Του. Γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για εκείνο το πρόσωπο ή για εκείνη την υπόθεση, και όχι για τον Θεό.
Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.
Υπάρχουν, επίσης, και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε αληθινά ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνει κάτι για εμάς. Αλλά από τη στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότητα, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.
Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάσταση η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς. Οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει να ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας, που δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;
Πολύ συχνά, ό,τι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποία τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για να αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πώς είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;
Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;
† Αρχιεπίσκοπος Anthony Bloom, Μάθε να προσεύχεσαι, εκδ. Έλαφος.