Ο Λάζαρος ο επονομαζόμενος και «Δίκαιος» ή «Τετραήμερος», ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρίας. Όταν αρρώστησε βαριά και πέθανε, ήταν μόλις 30 χρονών.
Κατά την Καινή Διαθήκη (Ιω. 11, 1 – 44), μια μέρα ο Λάζαρος αρρώστησε βαριά και πέθανε. Οι αδελφές του ειδοποίησαν τον Ιησού, ο οποίος βρισκόταν στη Γαλιλαία, ότι ο φίλος του ασθενεί βαρέως. Εκείνος, όμως, καθυστέρησε εσκεμμένα να έρθει. Παρά το νέο, περίμενε δύο ημέρες και μετά αναχώρησε.
Στους μαθητές Του είπε, ότι ο φίλος του κοιμήθηκε και ότι θα μεταβεί στη Βηθανία για να τον ξυπνήσει. Όταν έφθασε στη Βηθανία με τους μαθητές Του, η Μαρία Του παραπονέθηκε ότι αν ερχόταν εγκαίρως δεν θα πέθαινε ο αδελφός της.
Ο Ιησούς δάκρυσε και ζήτησε να Τον οδηγήσουν στον τάφο, ο οποίος ήταν ένα σπήλαιο φραγμένο με μία πέτρα βαριά. Παρότι προειδοποιήθηκε ότι, η οσμή θα ήταν ανυπόφορη, περίμενε να ανοίξει η είσοδος του τάφου και υψώνοντας φωνή μεγάλη είπε: «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω!».
Ο Χριστός ανέστησε τον Λάζαρο τέσσερις ημέρες μετά τον θάνατό του, εξού και ο χαρακτηρισμός «Τετραήμερος», προκαλώντας τον θαυμασμό των παρισταμένων και το θανάσιμο μίσος των Φαρισαίων.
Έξι ημέρες πριν από το εβραϊκό Πάσχα, ο Ιησούς κάθισε σε δείπνο το οποίο δόθηκε για Αυτόν. Μαζί Του ήταν και ο Λάζαρος (Ιω. 12, 1-2), ενώ πλήθος κόσμου συνέρρευσε για τους δει.
Η λαϊκή παράδοση θέλει τον Λάζαρο σκυθρωπό και αγέλαστο μετά την Ανάστασή του. Μάλιστα, δικαιολογεί τη θλίψη του αυτή στα όσα είχε δει κατά την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Οι ίδιες παραδόσεις αναφέρουν ότι γέλασε μόνο μία φορά, όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο και σχολίασε αποφθεγματικά: «Το ένα χώμα κλέβει το άλλο».