Στο κείμενο που ακολουθεί θα σχολιάσουμε με συντομία πέντε συνήθεις ενστάσεις κατά της χριστιανικής θρησκείας.
Σύμφωνα με την πρώτη, καμία θρησκεία δεν είναι αξιόπιστη, διότι δεν υπάρχουν επιστημονικές αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Η ένσταση έχει δύο βασικές αδυναμίες. Πρώτον, πολλά πράγματα τα πιστεύουμε χωρίς να έχουμε ή να επιζητούμε γι’ αυτά επιστημονικές αποδείξεις. Η γνώση ότι οι γονείς μας μάς αγαπούν, ή ότι έχουμε ζήσει μία συγκεκριμένη εμπειρία στο παρελθόν, ή ότι ένα άθροισμα λέξεων συνιστά ποιητικό αριστούργημα δεν αποδεικνύονται επιστημονικά, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν ισχύουν. Δεύτερον, ο Θεός δεν είναι αντικείμενο του κόσμου, τον οποίο ερευνά η επιστήμη, αλλά ο δημιουργός του. Ο χριστιανισμός δεν λατρεύει «θεούς» όπως εκείνοι του αρχαίου ελληνικού παγανισμού, την ανυπαρξία των οποίων θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει με μία επίσκεψη στον Όλυμπο. Η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει ούτε την ύπαρξη ούτε την ανυπαρξία τού Θεού.
Μία δεύτερη ένσταση ισχυρίζεται ότι η θρησκεία είναι περιττή, αν όχι άχρηστη. Η ένσταση αυτή συνδέεται με τη διαδικασία τής εκκοσμίκευσης. Τον 17ο αι., με την ανάπτυξη της επιστήμης, εκκοσμικεύτηκε η γνώση. Τον 18ο αι., με τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση, που διαχώρισαν την Εκκλησία από το Κράτος, είτε με τρόπο εχθρικό (Γαλλία), είτε με τρόπο φιλικό (Αμερική), εκκοσμικεύτηκε η πολιτική. Τον 19ο αι. εκκοσμικεύτηκε ο πολιτισμός. Τέλος, τον 20ο αι., ιδίως από το 1960 και μετέπειτα, εκκοσμικεύτηκε η ηθική. Επομένως, ο σύγχρονος άνθρωπος μπορεί να μορφωθεί, να διασκεδάσει, να πολιτευτεί, και να ζήσει χωρίς ιδιαίτερη αναφορά στη θρησκεία. Η ένσταση αυτή, ωστόσο, δεν λαμβάνει υπόψη της τα θεμελιώδη υπαρξιακά και μεταφυσικά μας ερωτήματα. Γιατί υπάρχει κάτι και όχι τίποτα; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξής μου; Τι θα συμβεί, άραγε, όταν πεθάνω; Χωρίς απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα η ίδια η ζωή δεν έχει νόημα. Στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να δώσει απάντηση ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη, ούτε η πολιτική, ούτε μία εκκοσμικευμένη ηθική. Η θρησκεία καταπιάνεται με αυτά και γι’ αυτό τον λόγο, μεταξύ άλλων, σε όλες τις εποχές έχει κεντρική θέση στη ζωή των ανθρώπων.
Σύμφωνα με μία τρίτη ένσταση, «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Τον ισχυρισμό διατύπωσε ο Καρλ Μαρξ και επανέλαβαν με διαφορετική μορφή ο Φρόιντ και τόσοι άλλοι, για να δηλώσουν ότι η θρησκεία δεν είναι παρά μία ανθρώπινη επινόηση όσων αναζητούν παρηγοριά για τα προβλήματα και τα αδιέξοδα της ζωής. Η ένσταση αυτή πάσχει από δύο προφανείς αδυναμίες. Πρώτον, το γεγονός ότι επιθυμούμε ή φανταζόμαστε κάτι δεν σημαίνει ότι αυτό δεν υπάρχει. Ένας οδηγός που έχει ελάχιστη βενζίνη, επιθυμεί και ελπίζει ότι σε λίγο θα αντικρύσει κάποιο βενζινάδικο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το βενζινάδικο δεν υπάρχει. Οι επιθυμίες μας και η πραγματικότητα αποτελούν ζητήματα διαφορετικής τάξης. Δεύτερον, η ίδια ένσταση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και υπέρ της θρησκείας, διότι εξίσου καλά μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η αθεΐα αποτελεί βολική επινόηση όσων θέλουν να είναι απόλυτοι κύριοι της ζωής τους, να καθορίζουν οι ίδιοι το καλό και το κακό, και να μην είναι υπόλογοι σέ κανέναν για τις επιλογές και τις πράξεις τους.
Η τέταρτη ένσταση επικαλείται την κακότητα των χριστιανών. Έστω όμως και αν δεχόμασταν ότι αυτό ισχύει (παραβλέποντας, βέβαια, ότι ο χριστιανισμός έχει ασκήσει μακράν την ευεργετικότερη επίδραση στην ανθρώπινη ιστορία), θα αποτελούσε, άραγε, κάτι τέτοιο επιχείρημα κατά του χριστιανισμού; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, ας χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα δύο μεγάλων Δημοκρατιών τής σύγχρονης εποχής, της Βρετανικής και της Αμερικανικής. Οι πολίτες τους βαρύνονται με μεγάλα αμαρτήματα: δουλεμπόριο, αποικιοκρατία, ρίψεις ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, καταστροφή τού φυσικού περιβάλλοντος και τόσα άλλα. Αποτελούν όμως αυτά επιχείρημα κατά της Δημοκρατίας; Μπορούν να αναιρέσουν τα όποια επιτεύγματα αυτών των Δημοκρατιών; Σημαίνουν, άραγε, ότι τα ιδεώδη της ισότητας και της ελευθερίας είναι διάτρητα; Μάλλον παραπέμπουν στην αδυναμία των ανθρώπων να αρθούν στο ύψος των ιδανικών τους και όχι κατ’ ανάγκην στην απαξία αυτών των ιδανικών. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει ορισμένες φορές και με τους χριστιανούς.
Πέμπτη και τελευταία ένσταση, οι θρησκείες ευθύνονται για τους πολέμους. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τεράστιο πραγματολογικό σφάλμα. Οι θρησκείες ευθύνονται για λιγότερο από το 10% των πολέμων στην ιστορία τής ανθρωπότητας. Ο πόλεμος, μάλιστα, είναι αντίθετος στη φύση ιδίως του χριστιανισμού, ο οποίος λατρεύει τον εσταυρωμένο Βασιλέα τής ειρήνης. Αντιθέτως, αν φέρουμε στη μνήμη μας τις κοσμικές, ολοκληρωτικές, αντιχριστιανικές ιδεολογίες του 20ου αι., θα συνειδητοποιήσουμε ότι εκείνες ευθύνονται για τον θάνατο ασυγκρίτως περισσότερων θυμάτων από όσα καταλογίζουν στον Χριστιανισμό κατά τους είκοσι αιώνες της ιστορίας του.
Με δύο λόγια, ενώ οι παραπάνω ενστάσεις επαναλαμβάνονται συνεχώς ως δήθεν πειστικές και εύλογες, η αποδεικτική τους ισχύς είναι, στην πραγματικότητα, ανύπαρκτη.
π. Δημήτριος Μπαθρέλλος (εφημ. Ι.Ν. Αναλήψεως Ντράφι – Επισκ. Καθηγ. Παν. Emory), Περιοδικό Εφημέριος, Νοεμ. – Δεκ. 2020.