Μόλις ο αρχάγγελος Γαβριήλ άφησε την Παναγία, αφού Της ανήγγειλε το χαρμόσυνο μήνυμα του ασπόρου τόκου Της, η Μαρία εκλαμβάνοντας ως απόδειξη των λεγομένων του το γεγονός ότι η εξαδέλφη Της Ελισάβετ είχε συλλάβει, έσπευσε στην Ιουδαία, στο χωριό όπου κατοικούσαν ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ. Χαιρέτησε την εξαδέλφη Της και αμέσως το βρέφος των έξι μηνών που ήταν στα σπλάχνα τής Ελισάβετ σκίρτησε από χαρά, γινόμενο πρόδρομος του Σωτήρος πριν ακόμα να γεννηθεί.
Η Ελισάβετ επλήσθη Πνεύματος Αγίου και μιλώντας για λογαριασμό του προφήτη αναφώνησε: «Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Kαὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ κυρίου μου πρὸς ἐμέ;» (Λουκ. 1, 42-43).
Η Μαρία της απάντησε με τον θαυμαστό ευχαριστήριο ύμνο Της: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον…» (Λουκ. 1, 46-55). Έμεινε τρεις μήνες κοντά στην Ελισάβετ βοηθώντας την και συζητώντας μαζί της για τα θαυμαστά του Θεού, και επέστρεψε κατόπιν στο σπίτι της.
Όταν έφθασε η ώρα να γεννήσει η Ελισάβετ, έφερε στον κόσμο έναν γιο που έγινε δεκτός με χαρές και γιορτές από τους συγγενείς και τους γείτονες. Την όγδοη ημέρα, ενώ γινόταν η περιτομή του νεογέννητου, όλοι ήθελαν να του δώσουν το όνομα του πατέρα του, Ζαχαρία, σύμφωνα με το έθιμο. Η Ελισάβετ όμως πήρε τον λόγο και είπε με κατηγορηματικό τόνο: «Οὐχί, ἀλλὰ κληθήσεται ᾽Ιωάννης» (Λουκ. 1, 60).
Οι παρευρισκόμενοι τής αντέτειναν ότι κανείς από τους συγγενείς της δεν έφερε το όνομα αυτό και απευθυνόμενοι με νοήματα στον Ζαχαρία, ο οποίος παρέμενε κουφός και μουγγός από τότε που τον επισκέφθηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ζήτησαν τη γνώμη του.
Εκείνος ζήτησε μία μικρή πλάκα και έγραψε: «Ἰωάννης ἐστὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ» (Λουκ. 1, 63). Στη στιγμή λύθηκε η γλώσσα του και πλησθείς Πνεύματος Αγίου άρχισε να προφητεύει και ανέπεμψε τον ύμνο αυτό στον Θεό: «Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ ᾽Ισραήλ, ὅτι ἐπεσκέψατο καὶ ἐποίησεν λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῦ, καὶ ἤγειρεν κέρας σωτηρίας ἡμῖν ἐν οἴκῳ Δαυὶδ παιδὸς αὐτοῦ, καθὼς ἐλάλησεν διὰ στόματος τῶν ἁγίων ἀπ᾽ αἰῶνος προφητῶν αὐτοῦ, σωτηρίαν ἐξ ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν μισούντων ἡμᾶς· ποιῆσαι ἔλεος μετὰ τῶν πατέρων ἡμῶν καὶ μνησθῆναι διαθήκης ἁγίας αὐτοῦ, ὅρκον ὃν ὤμοσεν πρὸς Ἀβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν, τοῦ δοῦναι ἡμῖν ἀφόβως ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ῥυσθέντας λατρεύειν αὐτῷ ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ ἐνώπιον αὐτοῦ πάσαις ταῖς ἡμέραις ἡμῶν. Καὶ σὺ δέ, παιδίον, προφήτης ὑψίστου κληθήσῃ, προπορεύσῃ γὰρ ἐνώπιον Κυρίου ἑτοιμάσαι ὁδοὺς αὐτοῦ, τοῦ δοῦναι γνῶσιν σωτηρίας τῷ λαῷ αὐτοῦ ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν αὐτῶν, διὰ σπλάγχνα ἐλέους Θεοῦ ἡμῶν, ἐν οἷς ἐπισκέψεται ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους, ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανεν καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι, καὶ ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ» (Λουκ. 1, 68-79).
Αυτός που γεννήθηκε πέραν πάσης προσδοκίας από μήτρα στείρα, ανήγγελλε με τη γέννησή του, σαν μέσω μιας πνευματικής ανοίξεως, ότι ο Μεσσίας, την έλευση του οποίου προετοίμαζε, θα ανανέωνε τους νόμους της στείρας ανθρώπινης φύσεως και θα της άνοιγε τον δρόμο της θεώσεως. Αυτός που κλήθηκε από τον Θεό να γίνει η φωνή του Λόγου, έλυσε έτσι τη γλώσσα του πατέρα του, που είχε δεθεί από έλλειψη πίστης, και έβαλε τέλος στις προτυπώσεις και τις σκιές της Παλαιάς Διαθήκης.
Τελευταίος των προφητών, ο Ιωάννης, ο οποίος κατά τη μαρτυρία του Κυρίου είναι ο «ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων» (Ματ. 11, 11), είναι επίσης ο πρώτος των Αποστόλων. Με τη γέννησή του την ημέρα αυτή, αρχίζει να λάμπει ως λαμπάδα του αληθινού Φωτός, ως αστέρας που αγγέλλει τον Ήλιο της Δικαιοσύνης και ως προάγγελος που κηρύσσει την είσοδο του ενσαρκωμένου Λόγου.
Φόβος και θάμβος κυρίευσαν όσους παρευρίσκονταν εκεί και η είδηση διαδόθηκε σε όλη την Ιουδαία. Το παιδί μεγάλωνε και εκραταιούτο πνεύματι, γιατί το χέρι του Θεού ήταν επάνω του. Μόλις απογαλακτίστηκε και μπόρεσε να περπατήσει, έφυγε από το πατρικό του για να ζήσει στην έρημο, ντυμένος με δέρμα καμήλας, με μία δερμάτινη ζώνη στη μέση και τρεφόμενος με ακρίδες και άγριο μέλι. Αυτός που ο κόσμος δεν ήταν αντάξιός του, διήγε βίο δίχως μέριμνες, δίχως θλίψη, απαλλαγμένο από πάθη και επιθέσεις της ηδυπάθειας, ατενίζοντας την παρουσία του Θεού στην καρδιά του και κάνοντας Αυτόν απόλαυση και παραμυθία του.
Φυσικά και άλλοι προφήτες και άνθρωποι του Θεού είχαν πριν από αυτόν διαμείνει στην έρημο, όπως ο Μωυσής ή ο Ηλίας∙ ζώντας όμως στην έρημο σαν να ζούσε στον ουρανό, ο Ιωάννης, που ήταν ανώτερος από αυτούς, φανέρωνε με την απόσυρση αυτή την ανανέωση της φύσης, Πρόδρομος της οποίας είχε αυτός ορισθεί, και εγκαινίαζε για τους ανθρώπους τη δυνατότητα να πολιτεύονται ως ένσαρκοι άγγελοι, με την παρθενία, την άσκηση και την προσευχή.
Διήγε ισαγγελικό βίο στην έρημο μέχρι τον δέκατο πέμπτο χρόνο της ηγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος (δηλαδή το έτος 28 ή 29· Λουκ. 3, 1). Τότε του μίλησε ο Θεός και του έδωσε εντολή να επιστρέψει προς τις κατοικημένες περιοχές, για να αναγγείλει την έλευση του Σωτήρος και να ετοιμάσει την οδό Του, παροτρύνοντας τους ανθρώπους να μετανοήσουν και βαπτίζοντάς τους στον ποταμό Ιορδάνη προς άφεση των αμαρτιών τους.
Καθώς όλοι αναρωτιόνταν μήπως ο Ιωάννης ήταν ο Μεσσίας που περίμενε ο Ισραήλ, εκείνος πήρε τον λόγο και είπε: «Ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί» (Λουκ. 3, 16). Και με άλλους λόγους επίσης ανήγγειλε το χαρμόσυνο μήνυμα της Σωτηρίας εν Ιησού Χριστώ.
Παρά το γεγονός ότι όλες οι προφητείες του Ιωάννου εκπληρώθηκαν, το μήνυμά του παραμένει ωστόσο μόνιμο για την Εκκλησία. Δεν θα πάψει να είναι μέχρι το πλήρωμα του χρόνου ο Πρόδρομος του Σωτήρος, αναγγέλλοντας σε κάθε άνθρωπο που επιθυμεί να δεχθεί μέσα του τον Σωτήρα, ότι διά της μετανοίας, διά της αρνήσεως των απολαύσεων αυτού του κόσμου, διά της απόσυρσης στην ησυχία και την προσευχή, θα μπορούσε να ετοιμάσει μέσα του την οδό από την οποία ο Χριστός θα κάνει την είσοδό του εν δυνάμει Πνεύματος Αγίου.
Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας (υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου), τ. 10ος, Ιούνιος, σ. 280, εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.