Ο άγιος Στέφανος ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους μεταξύ των επτά διακόνων, που χειροτόνησαν οι άγιοι Απόστολοι. Εξελέγησαν από τους πρώτους χριστιανούς. Η διακονία τους ήταν να επιστατούν στις κοινές τράπεζες των αδελφών, ώστε να μη γίνονται λάθη.
Αν και ήταν μεγάλη και κουραστική η ευθύνη του επιστάτη για τόσους αδερφούς, παρόλα αυτά ο Στέφανος έβρισκε καιρό και δύναμη για να κηρύττει το Ευαγγέλιο του Χριστού. Και όπως αναφέρει η Αγία Γραφή: «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ» (Πραξ. 6, 8). Δηλαδή ο Στέφανος, που ήταν γεμάτος πίστη και χάρισμα ευγλωττίας δυνατό, έκανε μεταξύ του λαού μεγάλα θαύματα, που προκαλούσαν κατάπληξη και αποδείκνυαν την αλήθεια του χριστιανικού κηρύγματος.
Ο Στέφανος είχε αφιερώσει τη ζωή του στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου και στη φιλανθρωπική δράση. Για την προσφορά και τις αρετές του τιμήθηκε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Με το χάρισμα αυτό θεράπευε ασθενείς και αποδείκνυε τη δύναμη του Χριστού. Με τη βαθιά θεολογική του κατάρτιση ανέτρεπε εύκολα τις κακοδοξίες των Ιουδαίων για το έργο του Χριστού, προκαλώντας την οργή και τον φθόνο τους.
Οι Ιουδαίοι, όμως, καθώς ήταν προκατειλημμένοι, εξαπέλυσαν συκοφάντες ανάμεσα στον λαό. Διέδιδαν ότι άκουσαν τον Στέφανο να βλασφημεί τον Μωυσή και τον Θεό. Με αφορμή, λοιπόν, αυτές τις συκοφαντίες, που οι ίδιοι είχαν ενσπείρει, άρπαξαν με μίσος τον Στέφανο και τον οδήγησαν μπροστά στο Συνέδριο, τάχα για να απολογηθεί.
Η απολογία του Στεφάνου υπήρξε πρότυπο τόλμης και θάρρους. Χωρίς να φοβηθεί καθόλου, εξαπέλυσε λόγια – κεραυνούς εναντίον των Ιουδαίων. Και από υπόδικος, ορθώθηκε θυελλώδης ελεγκτής και κατήγορος. Τότε ακράτητοι από το μίσος οι Ιουδαίοι, τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό. Εκεί φάνηκε και η μεγάλη συγχωρητικότητα του Στεφάνου προς τους εχθρούς του με τη φράση του: «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πραξ. 7, 60). Κύριε μην λογαριάσεις σ’ αυτούς την αμαρτία αυτή.