Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τίς παραμονές τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπό χώρα σέ χώρα κι ἀπό χωριό σέ χωριό, καί χτυπᾶ τίς πόρτες γιά νά δεῖ ποιός θά τόν δεχτεῖ μέ καθαρή καρδιά. Μιά χρονιά λοιπόν, πῆρε τό ραβδί του καί τράβηξε. Ἤτανε σάν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μέ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μέ χοντροπάπουτσα στά ποδάρια του καί μ’ ἕνα ταγάρι περασμένο στόν ὦμο του. Γι’ αὐτό τόν παίρνανε γιά διακονιάρη καί δέν τ’ ἀνοίγανε τήν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατί ἔβλεπε τήν ἀπονιά τῶν ἀνθρώπων καί συλλογιζότανε τούς φτωχούς πού διακονεύουνε, ἐπειδῆς ἔχουνε ἀνάγκη, μ’ ὅλο πού αὐτός ὁ ἴδιος δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.
Ἀφοῦ βολόδειρε ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπό χῶρες πολλές κι ἀπό χιλιάδες χωριά καί πολιτεῖες, ἔφταξε στά ἑλληνικά τα μέρη, ποῦ ’ναι φτωχός κόσμος. Ἀπ’ ὅλα τα χωριά πρόκρινε τά πιό φτωχά, καί τράβηξε κατά κεῖ, ἀνάμεσα στά ξερά βουνά πού βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολύ ἄγρια. Ψυχή ζωντανή δέν ἀκουγότανε, ἐξόν ἀπό κανένα τσακάλι πού γάβγιζε. Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ἕνα ἀπάγκιο πού ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ’να μικρό βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρί κολλημένο στά βράχια. Ἄνοιξε τήν αὐλόπορτα πού ἤτανε κανωμένη ἀπό ἄγρια ρουπάκια καί μπῆκε στή μάντρα. Τά σκυλιά ξυπνήσανε καί πιάσανε καί γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νά τόν σκίσουνε? μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τά κεφάλια τους καί σερνόντανε στά ποδάρια του, γλείφανε τά χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καί κουνούσανε παρακαλεστικά τίς οὐρές τους.
Ὁ Ἅγιος σίμωσε στό καλύβι τοῦ τσομπάνου καί χτύπησε τήν πόρτα μέ τό ραβδί του καί φώναξε: «Ἐλεῆστε μέ, χριστιανοί, γιά τίς ψυχές τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστός μᾶς διακόνεψε σάν ἦρθε σέ τοῦτον τόν κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καί βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μέ μαῦρα γένια? καί δίχως νά δεῖ καλά καλά ποιός χτυποῦσε τήν πόρτα, εἶπε στό γέροντα: «Πέρασε μέσα στ’ ἀρχοντικό μας νά ζεσταθεῖς! Καλή μέρα καί καλή χρονιά!».
Αὐτός ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, πού τόν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σάν τά πρόβατα πού βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα. Μέσα στήν καλύβα ἔφεγγε μέ λιγοστό φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σάν εἶδε στό φῶς πώς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τό χέρι του καί τ’ ἀνασπάστηκε καί τό ’βαλε ἀπάνω στό κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καί τή γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, πού κουνοῦσε τό μωρό τους μέσα στήν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινά καί φίλησε τό χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε: «Κόπιασε, παππού, νά ξεκουραστεῖς».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στήν πόρτα καί βλόγησε τό καλύβι κι εἶπε: «Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο το σπιτικό σας! Τά πρόβατά σας νά πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰώβ μετά τήν πληγήν καί ὡς τοῦ Ἀβραάμ καί ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νά εἶναι μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στό τζάκι καί ξελόχισε ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σέ μιά γωνιά τό ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τό μπαλωμένο τό ράσο του κι ἀπόμεινε μέ τό ζωστικό του. Τόν βάλανε κι ἔκατσε κοντά στή φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ’βαλε καί μιά μαξιλάρα ν’ ἀκουμπήσει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καί ξανάπε μέσα στό στόμα του: «Βλογημένο νά ’ναι τοῦτο τό καλύβι!».
Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιά νά φέρει το ’να καί τ’ ἄλλο. Ἡ γυναίκα τοῦ μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στή φωτιά. Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τό καλύβι μέ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καί ἐφάνηκε σάν παλάτι. Τά δοκάρια σάν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιές πού ἤτανε κρεμασμένες σάν νά γινήκανε χρυσά καντήλια, καί τά τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καί τ’ ἄλλα τά σύνεργα πού τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λές κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καί τά ξύλα πού καιγόντανε στή φωτιά εὐωδιάζανε σάν μοσκολίβανο καί δέν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τά ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρά ψέλνανε σάν τούς ἀγγέλους ποῦ ’ναι στόν Παράδεισο.
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλός ἄνθρωπος, ὅπως τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Φτωχός ἤτανε, εἶχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τά πλούσια!». Ἤτανε αὐτός καλός, μά εἶχε καί καλή γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νά χτυπήσει τήν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καί κοιμότανε. Κι ἄν ἤτανε καί πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γί αὐτό κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στό καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τήν εὐλογία του.
Κείνη τή νύχτα τόν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καί τά χωριά τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρῶποι, πλήν ἐκεῖνος δέν πῆγε σέ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρά πῆγε στό μαντρί τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Σάν βολέψανε τά πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καί λέγει στό γέροντα: «Γέροντα, μεγάλη χαρά ἔχω ἀπόψε πού ἦρθες, ν’ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατί δέν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Ἐγώ ἀγαπῶ πολύ τα γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἅς μήν τά καταλαβαίνω, γιατί εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μιά φορά μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καί μᾶς ἄφησε τούτη τήν ἁγιωτική φυλλάδα, κι ἄν λάχει νά περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορᾶ, τόν βάζω καί τή διαβάζει. Ἐγώ ὅλα ὅλα τα γράμματα πού ξέρω εἶναι τρία λόγια πού τά ’λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, πού ἔβγαζε λόγο στό χωριό, δυό ὧρες ἀπό δῶ, κι ἀπό τίς πολλές φορές πού τά ’λεγε, τυπωθήκανε στή θύμησή μου. Αὐτός ὁ γραμματικός ἔλεγε καί ξανάλεγε : “Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοῦν ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ’: Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αὐτά τά γράμματα ξέρω…».
Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καί στάθηκε γυρισμένος κατά τήν ἀνατολή κι ἔκανε τό σταυρό τοῦ τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καί πῆρε ἀπό τό ταγάρι τοῦ μιά φυλλάδα κι εἶπε: «Εὐλογητός ὁ Θεός ἠμῶν πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων!».
Ὁ Γιάννης πῆγε καί στάθηκε ἀπό πίσω του καί σταύρωσε τά χέρια του. Ἡ γυναίκα τοῦ βύζαξε τό μωρό καί πῆγε κι ἐκείνη καί στάθηκε κοντά στόν ἄντρα της. Κι ὁ γέροντας εἶπε τό «Θεός Κύριος» καί τ’ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφήν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς νά πεῖ καί τό δικό του τ’ ἀπολυτίκιο, πού λέγει : «Εἰς πάσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκά καί ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τόν ἀκούγανε μέ κατάνυξη καί κάνανε τό σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τόν ὄρθρο καί τόν κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρίς νά πεῖ τό δικό του κανόνα «Σου τήν φωνήν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τή λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.
Καθίσανε στό τραπέζι καί φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα – Μάρκος ὁ Βουβός, πού τόν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καί τόν βοηθοῦσε.
Καί, σάν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τή βασιλόπιτα καί τήν ἔβαλε ἀπάνω στό σοφρά. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τό μαχαίρι καί σταύρωσε τή βασιλόπιτα κι εἶπε: «Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!». Κι ἔκοψε τό πρῶτο το κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τό δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τό τρίτο καί δέν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλά εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».
Πετάγεται ὁ Γιάννης καί τοῦ λέγει: «Γέροντα, ξέχασες τόν Αἵ-Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος: «Ἀλήθεια, τόν ξέχασα!». Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε: «Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».
Ὕστερα ἔκοψε πολλά κομμάτια, καί σέ κάθε ἕνα πού ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».
Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στόν Ἅγιο: «Γέροντα, γιατί δέν ἔκοψες γιά τήν ἁγιοσύνη σου;».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος: «Ἔκοψα, εὐλογημένε!».
Μά ὁ Γιάννης δέν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!
Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιά νά κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νά κάνουνε τήν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τίς ἀπαλάμες του κι εἶπε τήν δική του τήν εὐχή, πού τή λέγει ὁ παπάς στή λειτουργία: «Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμι ἄξιος, οὐδέ ἱκανός, ἴνα ὑπό τήν στέγην εἰσέλθης τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου…».
Σάν τελείωσε τήν εὐχή κι ἑτοιμαζόντανε νά πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης: «Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τά γράμματα, πές μας σέ ποιά παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Αἵ-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ’χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοί εἴμαστεν ἁμαρτωλοί καί κακορίζικοι, ἐπειδῆς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νά κολαζόμαστε!».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τίς ἀπαλάμες του καί ξαναεῖπε τήν εὐχή ἀλλιώτικα:«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλούς ἐστιν ἄξιος καί ἱκανός, ἴνα ὑπό τήν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθης, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καί τῶν τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…».
Καί πάλι δέν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος…
Φώτης Κόντογλου