Αν η υποκρισία στη συμπεριφορά και στις σχέσεις των ανθρώπων είναι αποκρουστικό και κοινωνικά απαράδεκτο φαινόμενο, στα πλαίσια της χριστιανικής ζωής που διδάσκει το Ευαγγέλιο, αποτελεί σοβαρή πνευματική ασθένεια. Και αυτό γιατί η υποκρισία όταν καταλάβει την ψυχή του χριστιανού αλλοιώνει το φρόνημά του.
Θύρα της υποκρισίας θα ονομάσει την υπερηφάνεια, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Ο όσιος Θαλάσσιος ο Λίβυος, θα τονίσει ότι ιδίωμα της κενοδοξίας είναι η υποκρισία και το ψεύδος. Και αυτό διότι η επίδειξη, η μέριμνα για την εξωτερική εικόνα οδηγεί στην υποκρισία. Η κενοδοξία, δηλαδή η επιζήτηση του θαυμασμού των άλλων, όντας πρόδρομος της υπερηφάνειας, τρεφόμενη από την έκφραση της θετικής γνώμης των άλλων, αποζητά συνεχώς την επιβεβαίωση, την κολακεία, τον έπαινο, αναζητεί τα μεγαλεία, διακατέχεται από πνεύμα υψηλοφροσύνης και όταν εισπράξει τα ποθούμενα δίνει βήμα στην υπερηφάνεια.
Αυτή η σοβαρή πνευματική ασθένεια μαθαίνεται, διότι από μικρά παιδιά μαθαίνουμε να μειώνουμε τους άλλους για να αποδείξουμε στους γονείς και τους δασκάλους ότι είμαστε οι καλύτεροι. Κατακρίνουμε τους άλλους για να φανερώσουμε τον καθωσπρεπισμό μας, διότι αν ο άλλος δεν είναι αμαρτωλός πώς θα ξεχωρίσω εγώ που διακρίνομαι για την εξωτερική μου ευσέβεια; Μεγαλώνουμε ηλικιακά και αυξάνοντας το προσωπείο μας μικραίνουμε πνευματικά. Υποκρινόμενοι τους ευσεβείς, επιδιώκουμε να επιδειχθούμε, να εντυπωσιάσουμε τους άλλους, να τους κάνουμε να μας προσέξουν, να σχηματίσουν καλή γνώμη για μας, να μας επαινέσουν. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί γνήσια ευσέβεια, ειλικρινής χριστιανική ζωή, διότι δεν πηγάζει από την αγάπη προς τον Θεό αλλά από τη φιλαυτία μας, δηλαδή την παθολογική αγάπη για τον εαυτό μας.
Καύσιμη ύλη για τη φωτιά είναι τα ξερά ξύλα και για την υποκρισία είναι η κενοδοξία. Αυτή η ασθένεια της ψυχής, η κενοδοξία που παράγει την υποκρισία, αντιλαμβάνεται την παρουσία των άλλων και έχει μια περίεργη «μεταμορφωτική» δύναμη διότι είναι ικανή, όταν είναι παρόντες οι άλλοι, να κάνει τους ράθυμους στην προσευχή «αδιαλείπτως προσευχομένους», τους φιλάργυρους αυτομάτως τους μεταποιεί σε ελεήμονες, τον ασεβή τον μεταλλάσσει σε ευσεβή, τον δύστροπο σε προσηνή και γλυκύτατο, τους οξύθυμους τους μεταμφιέζει σε πράους, τον σκληρόκαρδο σε φιλεύσπλαχνο, τον γαστρίμαργο σε νηστευτή, τον οκνηρό σε πρόθυμο εργάτη της αρετής και στους υπερήφανους τοποθετεί το προσωπείο της ταπεινοφροσύνης και της αυτομεμψίας, οι οποίοι είναι έτοιμοι να ομολογήσουν τα μικρά τους ελαττώματα μόνο και μόνο για να πείσουν ότι δεν έχουν μεγάλα. Όλα αυτά συμβαίνουν μέχρι να απομακρυνθούν οι παρόντες. Και όπως ο ηθοποιοί αφαιρούν το προσωπείο μετά το τέλος της παράστασης, κατά τον ίδιο τρόπο ο υποκριτής αφαιρεί αυτόν τον επίπλαστο «εαυτό» διότι η υποκρισία είναι μια διπλή ζωή, είναι μια κατάσταση όπου το σώμα, οι εξωτερικές δηλαδή εκδηλώσεις, ευρίσκεται σε αντίθεση με την ψυχή, όπως λέει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
Βέβαια το απόγειο της υποκρισίας είναι όταν ο άνθρωπος παύει να αντιλαμβάνεται την απάτη του, αυτός που ψεύδεται με ειλικρίνεια, όντας ηθοποιός στο θέατρο της ζωής του! Όμως η αχίλλειος πτέρνα ενός υποκριτή είναι ότι υποτιμά τη νοημοσύνη των ανθρώπων με τους οποίους συνδιαλέγεται. Με την πάροδο του χρόνου, ψέμα στο ψέμα, ο υποκριτής έχει φθάσει σ’ ένα αδιέξοδο, τα υποτιθέμενα χαρίσματα είναι χωρίς αντίκρισμα και τελικά ο κενόδοξος αιχμαλωτίζεται στο δίχτυ που ο ίδιος απλώνει για τους άλλους, διότι είναι ευκολότερο να προσποιείσαι ότι είσαι αυτό που δεν είσαι, από το να κρύψεις αυτό που πραγματικά είσαι. Πέφτοντας το προσωπείο που φορούμε αποκαλύπτεται πόσο διαφορετικοί είμαστε από αυτό που φαινόμαστε και πόσο προσποιητή είναι η συμπεριφορά που δείχνουμε προς τους άλλους. Γι’ αυτό το λόγο ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μάς επισημαίνει ότι «η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή προξένησε ατιμία».
Υποκρισία στην εν γένει θρησκευτική ζωή έχουμε όταν τα ασήμαντα παίρνουν πρωτεύουσα θέση και παραθεωρούνται οι βασικές διατάξεις της αγάπης. Όπως ακριβώς έπρατταν οι Φαρισαίοι, οι οποίοι έδιναν έμφαση στην τυπολατρία, ενώ ήταν διεφθαρμένοι, φιλάργυροι, εγωιστές, άπληστοι και ισχυρίζονταν ότι ο Ιησούς ήθελε να καταργήσει τον Μωσαϊκό νόμο. Εγκλωβισμένοι στην επιφάνεια της πνευματικής ζωής, με την εύκολη τήρηση των δευτερευουσών διατάξεων δημιουργείται το προσωπείο της εξωτερικής ευσέβειας «προς το θεαθήναι» και έτσι «παρουσιάζεται δυσαρμονία μεταξύ της ψεύτικης εξωτερικής θρησκευτικής επιφάνειας και του πραγματικού εσωτερικού βάθους του ανθρώπου» (Ιω. Καραβιδόπουλος).
Η θρησκευτική υποκρισία ενδιαφέρεται για μία επιδερμική ηθική, για τους τρόπους εξωτερικής συμπεριφοράς και όχι για τον ζήλο της μετανοίας. Εγκλωβιζόμαστε σε τύπους και σε σχήματα, αγνοώντας την ουσία. Αρκούμαστε σε ηθικολογίες αγνοώντας την καρδιακή επικοινωνία με τον Θεό. Ακόμη και οι καλές μας πράξεις δηλώνουν ιδιοτέλεια, τρόπους να καλύψουμε τη μειονεξία μας και όχι την υπαρκτική αλλοίωση του «είναι» μας, μέσα από μια προοπτική υπαρξιακής αναμορφώσεως και τελειώσεως, η οποία συντελείται με την επαφή μας με τον ζώντα Θεό. Προσπαθούμε να αλλάξουμε εξωτερικά και η αρρωστημένη μας θρησκευτικότητα μάς επιβάλλει να διασφαλίζουμε την προσωπική μας αξία, αλλά όχι τη σχέση μας με τον Θεό. Η στείρα τυπολατρία μάς εμποδίζει να νιώσουμε τη δροσερή αύρα του Θεού. Ερμηνεύουμε το θέλημα του Θεού επιφανειακά, κρατώντας τον τύπο και τηρώντας το γράμμα του νόμου και όχι βιώνοντας την ουσία της χριστιανικής πίστης. Η επικέντρωση σε θέματα τυπολατρίας και όχι ουσίας, «της ρηχότητας και όχι του βάθους, της επιφάνειας και όχι του πνεύματος, δημιουργεί μία κατάσταση νοσηρή» (μοναχός Μωυσής Αγιορείτης).
† Αρχιμ. Θεόφιλος Λεμοντζής (Δρ. Θεολογίας)
Πηγή: www.pemptousia.gr