Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι κατά την απουσία του μπήκε ληστής στο κελλί του. Επιστρέφοντας αυτός στο κελλί, βρήκε τον ληστή να φορτώνει στην καμήλα τα πράγματά του. Μπήκε λοιπόν και αυτός στο κελλί και άρχισε να παίρνει πράγματα και να τα φορτώνει στην καμήλα μαζί μ’ εκείνον.
Όταν πια τη φόρτωσαν, άρχισε ο ληστής να χτυπά την καμήλα για να σηκωθεί, αυτή όμως δεν σηκωνόταν. Βλέποντας ο αββάς Μακάριος ότι η καμήλα δεν σηκώνεται, μπήκε στο κελλί, βρήκε ένα μικρό σκαλιστήρι, το πήρε και το έβαλε και αυτό επάνω της λέγοντας: «Αδελφέ, αυτό γυρεύει η καμήλα». Και χτυπώντας την με το πόδι ο γέροντας είπε: «Σήκω!». Η καμήλα αμέσως σηκώθηκε, περπάτησε λίγο, για τον λόγο του γέροντα, και κάθισε πάλι. Και δεν ξανασηκώθηκε, μέχρι που ξεφόρτωσαν όλα τα πράγματα, και τότε έφυγε.