Δεν θέλανε να πιστέψουνε πως άλλοτε ήτανε αθώοι και ευτυχισμένοι. Κορόιδευαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοι, και λέγανε πως ήταν όνειρο.
Μάθανε να λένε ψέματα και τους άρεσε το ψέμα, και μάθανε την ομορφιά του ψέματος. Ίσως, όλ’ αυτά ν’ αρέσανε πολύ αθώα, για τ’ αστεία, από απλή φιλαρέσκεια, σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι, και ίσως πραγματικά εξαιτίας κάποιου μορίου. Μα αυτό το μόριο εισχώρησε μεσ’ την καρδιά τους και τους φάνηκε ευχάριστο. Ύστερα από λίγο, γεννήθηκε και η ηδυπάθεια, η ηδυπάθεια γέννησε τη ζηλοτυπία, η ζηλοτυπία τη σκληρότητα…
«Α, δεν ξέρω! Δεν θυμάμαι…». Μα σε λίγο, πολύ γρήγορα, χύθηκε το πρώτο αίμα. Αυτό τους κατέπληξε, τους τρόμαξε, και άρχισαν ν’ απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, και να χωρίζονται. Σχηματίστηκαν συμμαχίες, μα εναντίον των άλλων. Ακούστηκαν μομφές και κατηγορίες.
Μάθανε τι είναι ντροπή, και κάνανε αρετή τη ντροπή. Άρχισε ένας αιώνας αγώνων για την ιδιοτέλεια, τον ατομικισμό, την προσωπικότητα, τη διάκριση του δικού μου και του δικού σου. Τους γεννήθηκε μέσα τους το αίσθημα της τιμής, και κάθε συμμαχία ύψωσε πάνω της το λάβαρό της.
Άρχισαν να κακομεταχειρίζονται τα ζώα, και τα ζώα φύγανε από κοντά τους για να κρυφτούνε μεσ’ τα δάση και τους εχθρεύτηκαν.
Αρχίσανε να μιλούνε διαφορετικές γλώσσες. Μάθανε τη θλίψη και αγαπήσανε τη θλίψη. Ποθήσανε την οδύνη και είπανε πως μόνο με την οδύνη αποκτιέται η αλήθεια. Και έκανε την εμφάνισή της η επιστήμη.
Σαν γίνανε κακοί, τότε αρχίσανε να μιλάνε για την αδελφοσύνη και τον ανθρωπισμό, και τότε καταλάβανε αυτές τις ιδέες.
Σαν γίνανε εγκληματίες, τότες επινοήσανε τη δικαιοσύνη και θεσπίσανε πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν. Και ύστερα, για να εξασφαλίσουν τον σεβασμό γι’ αυτούς τους κώδικες, θεσπίσανε τη λαιμητόμο.
Τώρα πια, πολύ αμυδρά θυμούνταν αυτά που είχανε χάσει, και μάλιστα δεν θέλανε να πιστέψουνε πως άλλοτε ήτανε αθώοι και ευτυχισμένοι. Κορόιδευαν αδιάκοπα το ότι μπορεί παλιότερα να ήταν ευτυχισμένοι, και λέγανε πως ήταν όνειρο. Και μάλιστα δεν μπορούσαν να το φανταστούν αισθητά ή εικονικά.
Κι όμως! Τι θαυμαστό και παράξενο πράγμα! Mόλο που λέγανε πως ήτανε παραμύθι για μωρά παιδιά, ωστόσο, μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχία. Μόλο που είχαν χάσει την πίστη τους στη παλιά τους ευτυχία, μόλο που λέγανε πως ήτανε παραμύθι για μωρά παιδιά, ωστόσο, τόσο μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξανακατακτήσουν την αθωότητα και την ευτυχία, που γονατίσανε μπροστά στους πόθους της καρδιάς τους, χτίσανε ναούς και προσεύχονταν στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους, μόλο που ξέρανε πως ήταν απραγματοποίητη, μα δεν παύανε να τη λατρεύουν με προσευχές και δάκρυα.
Κι όμως, αν μπορούσαν να ξαναγυρίσουν σ’ αυτή την κατάσταση της αθωότητας και της ευτυχίας που είχανε χάσει, κι αν τους έδειχναν αμυδρά και τους ρωτούσαν αν πραγματικά θέλανε να ξαναγυρίσουν, σίγουρα θα αρνιόντουσαν.
Σ’ αυτό μου απαντούσαν: «Είμαστε ψεύτες, κακοί και άδικοι∙ έστω∙ το ξέρουμε. Κλαίμε και υποφέρουμε, γι’ αυτό και επιβάλλουμε στους εαυτούς μας μαρτύρια και τιμωρίες χειρότερες ίσως από εκείνες που θα μας επιβάλει ο φιλεύσπλαχνος Κριτής σαν μας δικάσει, και που ούτε τ’ όνομά Του δεν ξέρουμε. Μα έχουμε την επιστήμη και χάρη σ’ αυτήν θα ξαναβρούμε την αλήθεια, και τότε θα την αποδεχθούμε συνειδητά. Η γνώση είναι ανώτερη απ’ το συναίσθημα, και η συνείδηση της ζωής ανώτερη απ’ τη ζωή. Η επιστήμη θα μας δώσει τη σοφία, η σοφία θα μας αποκαλύψει τους νόμους και η γνώση των νόμων της ευτυχίας είναι πάνω από την ευτυχία».
Αυτά λέγανε και, ύστερα από κάτι τέτοια λόγια, ο καθένας ξανάρχιζε ν’ αγαπάει τον εαυτό του με ολοένα πιο εγωιστική αγάπη, γιατί θα τους ήταν αδύνατο να κάνουν διαφορετικά.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (απόσπασμα από το βιβλίο, Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου)