Η Ε΄ εβδομάδα των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Οι ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στη συνήθη ακολουθία των λοιπών εβδομάδων προστίθενται δυο νέες μεγάλες ακολουθίες. Την Πέμπτη ο Μεγάλος Κανόνας και το Σάββατο ο Ακάθιστος Ύμνος.
Ο Μεγάλος Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών της Α΄ Εβδομάδας των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του Όρθρου της Πέμπτης της Ε΄ εβδομάδας. Στις ενορίες, ωστόσο, ψάλλεται και ανεξάρτητα από τον Όρθρο, ως μικρή αγρυπνία, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την ακολουθία του αποδείπνου.
Ο Μεγάλος Κανόνας στη μορφή του έχει μια χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι συγκρινόμενος προς τους άλλους ομοίους του κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας στην απόλυτη του έννοια. Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξει. Και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να συνθέσει όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα. Τόσα, όσα είναι και όλοι οι στίχοι των βιβλικών ωδών, έτσι ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι των βιβλικών ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα, ενώ οι συνήθης κανόνες έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα είναι κατά 30 περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον άγιο Ανδρέα επίσκοπο Κρήτης.
Τον Μεγάλο Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Γεννήθηκε στη Δαμασκό το 660 μ.Χ. από ευσεβείς γονείς. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών η αγάπη του τον φέρνει στα Ιεροσόλυμα όπου οι γονείς του τον αφιερώνουν στον Ναό της Αναστάσεως. Στα Ιεροσόλυμα απόκτησε μεγάλη παιδεία, τη «θύραθεν» και τη θεολογική. Έγινε μοναχός της Μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα και γραμματέας του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρου. Το 685 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε για είκοσι χρόνια και ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές θέσεις και τέλος γύρω στο 711 ή 712 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Στην Κρήτη συμμετέχει στις ταλαιπωρίες του ποιμνίου του που οφείλονταν στις αραβικές επιδρομές. Εμψυχώνει τον λαό στις θλίψεις και προσεύχεται για τη σωτηρία του. Με τις προσευχές του σταματά τη μεγάλη ανομβρία και σταματά τη μάστιγα της πείνας. Ιδρύει μεγάλο «Ξενώνα» στον οποίο περιθάλπονται οι γέροντες και οι άρρωστοι, φιλοξενούνται οι ξένοι και οι φτωχοί διακονώντας ο ίδιος. «Με τα χέρια του υπηρετούσε τους ασθενείς και τους έπλενε τα πόδια και το κεφάλι, καθάριζε τις πληγές τους και τα τραύματά τους. Σε αυτό το σημείο τον οδηγούσε η αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον», σημειώνει ο βιογράφος του.
Ο άγιος Ανδρέα είχε μεγάλη ευλάβεια και ιδιαίτερη αγάπη προς την Παναγία. Αφιέρωσε πλήθος ύμνων και εγκωμιαστικών λόγων στις εορτές Της. Έχτισε μάλιστα μεγαλοπρεπή Ναό προς τιμήν Της που τον ονόμασε «Βλαχέρνες».
Εκοιμήθη στις 4 Ιουλίου 740 στην Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη μετά από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, είτε και εξόριστος εκεί, επειδή ήταν υποστηρικτής της τιμητικής προσκύνησης των αγίων εικόνων. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του, μια μεγάλη σαρκοφάγος, που βρίσκεται πίσω από το Άγιο Βήμα της ερειπωμένης βασιλικής της Αγίας μάρτυρος Αναστασίας, όπου κατά τους βιογράφους του είχε ταφεί. Η αγιοκατάταξή του έγινε πολύ νωρίς.
Ήταν λόγιος κληρικός, εκκλησιαστικός ρήτορας και υμνογράφος. Η φιλολογική και υμνογραφική του παραγωγή είναι αξιόλογη. Οι λόγοι του είναι κυρίως εγκωμιαστικοί. Σώζονται ομιλίες στις Θεομητορικές και Δεσποτικές εορτές και σε διαφόρους αγίους. Στις ομιλίες του φαίνεται η ρητορική του τέχνη, η άριστη γνώση της αττικής γλώσσας, η βαθιά γνώση της Βίβλου, ιδιαίτερα της Παλαιάς Διαθήκης, την οποία ερμηνεύει αλληγορικά. Χαρακτηρίζεται ως ο καλύτερος εκκλησιαστικός ρήτορας της βυζαντινής εποχής.
Τα χαρακτηριστικά των λόγων του είναι η έντεχνος ρητορική επεξεργασία και τα υψηλά θεολογικά νοήματα. Το υμνογραφικό του έργο είναι πλουσιότερο των ρητορικών του λόγων. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μεγάλος Κανόνας. Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός Συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πριν πεθάνει. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, ο Μέγας Κανόνας είναι το κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.
Για να καταλάβουμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των κανόνων, που κατά πολλούς έχει την αρχή του σ’ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα. Οι κανόνες είναι ένα σύστημα τροπαρίων, που γράφονταν για ένα ορισμένο λειτουργικό σκοπό∙ να διακοσμήσουν την ψαλμωδία των εννέα βιβλικών, που στιχολογούνταν στον Όρθρο. Όλος ο κανόνας ψάλλεται σε ένα ήχο. Κάθε όμως ωδή παρουσιάζει μια μικρή παραλλαγή στη ψαλμωδία κατά τρόπο, που να διατηρείται μεν η μουσική ενότητα στον όλο κανόνα, αφού όλος ψάλλεται στον ίδιο ήχο, αλλά και να σπάει και η μονοτονία με τις παραλλαγές στην ψαλμωδία που παρουσιάζει κάθε μια ωδή.
Ο Μεγάλος Κανόνας παρουσιάζει το τραγικό γεγονός της πτώσεως του ανθρωπίνου γένους που κατάστρεψε τη δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό. Ο ποιητής θεωρεί και βιώνει το γεγονός της πτώσεως προσωπικά. Με την καθημερινή αμαρτία του ταυτίζεται με τον πρωτόπλαστο Αδάμ του οποίου γίνεται μιμητής. Η ψυχή του ακολουθεί τη πορεία της Εύας. «Αλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες την πρώτη Εύα; Κοίταξες πονηρά και πληγώθηκες πικρά». Ο άγιος αναφέρεται στην ύπαρξη που κληρονομήσαμε μετά τη πτώση που συνδέεται με τη φθορά και τον θάνατο. Με τους πρωτόπλαστους έχουμε οντολογική αλληλεγγύη. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και η ομολογία της σφραγίζει ολόκληρο τον ύμνο.
Είναι ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρύς θρηνητικός μονόλογος, είναι ο Αδαμιαίος θρήνος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες, ο βίος του έχει περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του δίκαιου Κριτή, που τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με την ψυχή του. Ο απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας τον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς για την άβυσσο των κακών τους πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η αναδρομή στην Αγία Γραφή.
Αυτό κυρίως δίνει την μεγάλη έκταση στο ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με τη Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν άνθρωπος του Θεού ο ποιητής, ανοίγει το Βιβλίο του Θεού για να αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του ιερού Βιβλίου. Στις οκτώ πρώτες ωδές παίρνει τα παραδείγματα του από την Παλαιά Διαθήκη. Στην ενάτη ωδή από την Καινή Διαθήκη. Το αποτέλεσμα της συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και τις καλές πράξεις των αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική του ποιητή. Βρήκε την πόρτα του παραδείσου, τη μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει. Προσφέρει, όμως, στον Θεό τη συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του φτώχια.
Τα βιβλικά παραδείγματα του Δαυίδ, του προφήτη Ιερεμία, των βασιλέων Μανασσή και Εζεκία από την Παλαιά Διαθήκη και του Πέτρου, της Μάρθας και της Μαρίας, της Χαναναίας, του τελώνη, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Πολλές φορές επανέρχεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μετάνοιας της πόρνης και παρακαλεί τον Κύριο να δεχθεί τα δικά του δάκρυα όπως δέχθηκε και τα δικά της και να του συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Ο Κριτής θα ευσπλαχνισθεί και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους. Ψάλλεται σε ήχο πλάγιο του δευτέρου. Είναι ήχος γλυκός, κατανυκτικός και εκφραστής του πένθους και της συντριβής.