Σαν πιθανότερη χρονολογία της γέννησής του στη νότια Ρωσσία (Ουκρανία) είναι το έτος 1690. Και τούτο γιατί στους πολέμους που άρχισαν το 1711 και τελείωσαν το 1718 είναι στρατιώτης του Τσαρικού Στρατού του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσσίας. Τα Τουρκικά στρατεύματα ήταν ακατάβλητα, βάδιζαν από νίκη σε νίκη, είχαν σπείρει τον τρόμο σ’ όλα τα έθνη. Στρατιώτης ο όσιος Ιωάννης μάχεται για να υπερασπισθεί την πατρίδα του, τη Ρωσσία. Γαλουχημένος με τα νάματα της Ορθοδοξίας από τους Χριστιανούς γονείς του, τον συγκλονίζει η φρίκη του πολέμου, τα χιλιάδες παλληκάρια, γυναικόπαιδα, γέροι που κείτονται νεκροί στο πέρασμα της λαίλαπας, της πολεμικής μανίας των εχθρών.
Στις μάχες για την ανακατάληψη του Αζώφ με χιλιάδες άλλους συμπατριώτες του, αιχμαλωτίζεται και οδηγείται στην Κωνσταντινούπολη. Απ’ εκεί στο Προκόπιο, κοντά στην Καισάρεια της Καππαδοκίας της Μικράς Ασίας, στην κατοχή ενός Αγά που διατηρούσε στρατόπεδο των Γενιτσάρων.
Καταδικασμένος ψυχολογικά στην περιφρόνηση και το μίσος των Τούρκων, είναι ο «κιαφίρ», ο «άπιστος» που του αξίζουν σκληρά βασανιστήρια. Και τον χτυπούν με χοντρά ξύλα ραβδιά, τον κλωτσούν, τον φτύνουν, του καίνε τα μαλλιά και το δέρμα της κεφαλής του με πύρινο τάσι. Τον πετούν στις κοπριές του στάβλου και τον υποχρεώνουν να ζει με τα ζώα.
Υπομένει όλα τα βασανιστήρια με καρτερία και αξιοθαύμαστη γενναιότητα. Στους ξυλοδαρμούς, στις βρισιές και στις κλωτσιές των Τούρκων, απαντά με τα λόγια του Παύλου: «’’Ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενοχώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;’’». Έχω πεποίθηση, πίστη και αγάπη στον Κύριό μου Ιησού Χριστό τον Μονογενή Υιό του Θεού μου και τίποτε απ’ όλα τα δεινά, δεν θα με χωρίσει από την αγάπη Του. Είμαι πρόθυμος να υποστώ τα μεγαλύτερα και δεινότερα βάσανα και αυτόν τον θάνατον, τον Ιησού μου όμως δεν Τον αρνούμαι».
Δέχεται ο όσιος Ιωάννης τους σκληρούς όρους της μαρτυρικής ζωής, τα βασανιστήρια, τη διαμονή με τα ζώα στον στάβλο που του θύμιζε, όπως έλεγε, τον στάβλο της Βηθλεέμ. Με τις ασκήσεις, τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές κατόρθωσε να δαμάσει τη θηριωδία των Τούρκων, που έκπληκτοι τον ονομάζουν «βελή», δηλαδή άγιο.
Σε συνεστίαση Τούρκων αξιωματούχων θαυματουργικά έστειλε με Άγγελο Κυρίου φαγητό σε χάλκινο πιάτο από το Προκόπιο της Μικράς Ασίας στη Μέκκα της Αραβίας και ο Τούρκος Αγάς το έφαγε εκεί ζεστό. Επιστρέφοντας έδειξε το πιάτο με το οικόσημο στους αξιωματούχους τρεις μήνες μετά. Το θαύμα αυτό που έγινε από τον Όσιο κατά παραχώρηση του Κυρίου, σταμάτησε το μίσος και την αδιάλλακτη μανία των βασανιστών του.
Ένα στήριγμα είχε σε όλους τους αγώνες του και μία παρηγοριά στην τραχιά ζωή των βασανιστηρίων. Κατέφευγε σε προσευχές, γονυκλισίες, αγρυπνίες και κοινωνούσε κρυφά από τους Τούρκους, τα Άχραντα Μυστήρια. Η Θεία Κοινωνία κάθε Σάββατο ήταν η μεγάλη του ξεκούραση και ανάπαυση. Τελευταία ημέρα, 27 Μαΐου του 1730, ειδοποίησε τον ιερέα και εκείνος του πήγε τη Θεία Κοινωνία μέσα σε ένα μήλο που το είχε κουφώσει. Κοινώνησε εκεί στο στάβλο για τελευταία φορά. Η πρόσκαιρη αιχμαλωσία του, η δεινή κακοπάθεια πήραν τέλος. Ο θαυμαστός όσιος Ιωάννης πέρασε στην αιώνια αγαλλίαση και μακαριότητα, μόλις πήρε τα Άχραντα Μυστήρια. Οι ιερείς και πρόκριτοι Χριστιανοί του Προκοπίου, με άδεια του Τούρκου πήραν το σώμα και με ευλάβεια και προσοχή, το οδηγούν σε έναν τάφο στο Χριστιανικό κοιμητήριο. Εκεί το εναποθέτουν στη μάνα γη.
Ο γέροντας ιερέας που κάθε Σάββατο άκουγε τον πόνο και τα βασανιστήριά του και τον κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια, είδε στον ύπνο του τον όσιο Ιωάννη τον Νοέμβριο του 1733. Του είπε ο Όσιος πως το σώμα του έχει μείνει με τη χάρη του Θεού μέσα στον τάφο ακέραιο, ολόκληρο, αδιάφθορο, όπως το έβαλαν στον τάφο πριν 3 1/2 χρόνια. Να το βγάλουν και θα είναι μαζί τους ως ευλογία Θεού στους αιώνες. Μετά τους δισταγμούς του ιερέα, κατά θεία παραχώρηση, ένα ουράνιο φως φωτίζει τον τάφο του Οσίου σαν πύρινος στύλος. Οι Χριστιανοί άνοιξαν τον τάφο και ω του θαύματος! Το σώμα του Οσίου βρέθηκε ακέραιο, αδιάφθορο και μυρωμένο με αυτή τη θεία ευωδία που συνεχίζει να έχει μέχρι σήμερα. Με πνευματική ευφροσύνη και ευλάβεια σήκωσαν, πήραν στην αγκαλιά τους αυτό το θείο δώρο, το ιερό λείψανο και το μετέφεραν στον Ναό που αγρυπνούσε ο Όσιος. Από την ημέρα εκείνη μπήκε το ιερό σώμα στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας του Χριστού.
Σε μία εσωτερική διαμάχη και σύρραξη μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραήμ της Αιγύπτου ο απεσταλμένος Πασάς του Σουλτάνου, Οσμάν, καίει το ιερό Λείψανο για να εκδικηθεί τους Χριστιανούς. Το ιερό σώμα οι Τούρκοι το είδαν να παίρνει κίνηση στη φωτιά. Έντρομοι εγκαταλείπουν το ανίερο έργο τους και φεύγουν. Την άλλη ήμερα μετά την αποχώρηση των Τούρκων οι Χριστιανοί ανασηκώνουν τις στάχτες και τα κάρβουνα και βρήκαν σκεπασμένο ολόκληρο το ιερό σώμα. Δεν είχε πάθει τίποτε, ευλύγιστο και μυρωμένο, του έμεινε μόνο το μαύρισμα από τους καπνούς και το πύρωμα.
Όπως είδαμε ο Όσιος έζησε με εγκράτεια, αγνότητα, νηστείες, προσευχές, αρετές ξεχασμένες για μας, δόξασε τον Θεό ανάμεσα σε αλλοδόξους και αλλοπίστους και ο Θεός του απάντησε δοξάζοντάς τον στον Ουρανό και στη γη. Μπροστά στη Λάρνακα που είναι το άγιό του σώμα, παράλυτοι περπατούν, τυφλοί βλέπουν, δαιμόνια φεύγουν, άλλες ανίατες αρρώστιες θεραπεύονται. Όχι μόνο Ορθόδοξοι, αλλά και Αρμένιοι, Διαμαρτυρόμενοι και Τούρκοι αιχμαλωτίζονται από τα θαύματά του. Στην απόγνωση και τη δυστυχία τους, καταφεύγουν στον Όσιο. Η γλώσσα του Οσίου σιωπά, αλλά διαλαλούν τα θαύματά του. Κοιμάται το ιερό Λείψανο, αλλά κηρύττουν την παρουσία του τα θαυμαστά γεγονότα. Γίνεται εκεί μεγάλο προσκύνημα που δεσπόζει στην κεντρική Καππαδοκία.
Η συμπαιγνία των Μεγάλων Δυνάμεων, τα τρομερά λάθη των Ελλήνων όπλισαν τους Σελτζούκους Τούρκους του Κεμάλ Ατατούρκ και ξεκληρίσθηκε ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας. Παθιασμένοι οι Έλληνες σε βασιλικούς και αντιβασιλικούς, βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς καίνε ο ένας το σπίτι του άλλου. Το Μέτωπο καταρρέει. Οι πολιτικοί της Αθήνας βγάζουν λόγους στα μπαλκόνια αντιμαχόμενοι για το ποιος είναι άξιος να κυβερνήσει. Ο Κεμάλ σφάζει σαν τα αρνιά τα παλληκάρια μας που τα έχει εγκλωβίσει στον Σαγγάριο ποταμό. Ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί και αγνοούμενοι από τη συμφορά.
Μέσα στη λαίλαπα της καταστροφής οι πρόσφυγες που έχασαν τα πάντα, δύο χρόνια μετά την καταστροφή στην επίσημη ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδος-Τουρκίας, πήραν το ιερό Λείψανο, άλλα κειμήλια της Εκκλησίας και λιγοστά προσωπικά τους είδη και ξεκίνησαν για τον δρόμο της ξενιτειάς. Από την Καισάρεια στη Μερσίνα. Από το λιμάνι της Μερσίνας με το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης», μεταφέρεται στη Χαλκίδα. Παραμένει εκεί ένα χρόνο και το 1925 έφθασε στο σημερινό Νέο Προκόπιο.
Ο όσιος Ιωάννης, όλα αυτά τα χρόνια, μεταλαμπαδεύει με τα θαύματά του, στις ψυχές των πιστών, ουράνιο φως, θεία δύναμη σε ζήλο και ενθουσιασμό, θεία δύναμη σε αυταπάρνηση και αυτοθυσία, δύναμη της ατομικής και κοινωνικής ηθικότητας και αυτοελέγχου, δύναμη η οποία υπερνικά τα δεσμά της ύλης και μεταθέτει τα βουνά των εμποδίων και δημιουργεί τις μεγάλες νίκες στη ζωή, στους χαρακτήρες των ανθρώπων μεταλλαγές και αναγεννήσεις. Με τα θαύματά του ο Όσιος, με τη νυχτοήμερη προσπάθειά του όπως αποκαλύπτει, ζει και κινείται και βοηθάει τον άνθρωπο να αποκτήσει την εσωτερική ελευθερία, την ψυχική, που με την ακτινοβολία της ζωογονεί άτομα και λαούς. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο με δέος, με κατάνυξη, σιωπηλοί, περνούν μπροστά από το ιερό του Λείψανο, το μέγα αυτό κειμήλιο της Ορθοδοξίας. Σε όλους δίνει την ζωογόνο αύρα της χάρης που έλαβε από τον δωρεοδότη Παντοδύναμο Θεό.