Ο ευλαβής Γέροντας υπεραγαπούσε την ευλάβεια, τη θεϊκή δικαιοσύνη. Προτιμούσε να αδικείται και να χαίρεται και ποτέ να μην αδικεί.
Έλεγε διδακτικά: «Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται τον άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του».
Τα λόγια αυτά δεν είναι απλά ωραία λόγια, αλλά είναι καρπός μακράς εργασίας και κατασκήνωση στην απάθεια. Ήταν ένας φιλότιμος αγωνιστής και γι’ αυτό μιλούσε πολύ για φιλότιμο, μια λέξη που δεν υπάρχει σε κανένα ξένο λεξικό. Κατά τον Γέροντα, φιλότιμο είναι «ευλαβικό απόσταγμα της καλωσύνης, η λαμπικαρισμένη αγάπη του ταπεινού ανθρώπου».
Έλεγε χαρακτηριστικά και εύστοχα: «Ο φιλότιμος βομβαρδίζεται από ευλογία, ενώ ο γκρινιάρης γεννά κακομοιριά. Η καρδιά δεν καθαρίζεται με απορρυπαντικό, αλλά με φιλότιμο».
Πάντα αγωνιζόταν φιλότιμα και όχι καθηκοντολογικά. Ο καθωσπρεπισμός, η τυπικότητα, η ξερή ευγένεια, του ήταν ξένα και άγνωστα.