Ἡ ἔχθρα μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ἀναπτύσσεται εὔκολα ἀπὸ πολλὲς αἰτίες. Δύσκολα ὅμως καταπολεμεῖται καὶ ἀκόμα πιὸ δύσκολα ἐξαλείφεται. Τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργεῖ στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις εἶναι δυσεπίλυτα, συχνὰ μένουν ἄλυτα καὶ γίνονται αἰτία νὰ δημιουργοῦνται κατὰ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ νέα, γιὰ τὴ λύση τῶν ὁποίων δὲν ἐπαρκεῖ ὁ ὑπόλοιπος χρόνος τῆς ζωῆς τῶν ἐχθρευομένων!
Ἡ ἔχθρα διαρκεῖ καὶ ὑπάρχει καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῶν ἀνθρώπων. Κληρονομεῖται, δυστυχῶς, καὶ στοὺς ἐπιζῶντες, ὅταν δὲν ἰσχύουν οἱ αἰτίες τῆς ἔχθρας! Αὐτὸ συμβαίνει συνήθως μεταξὺ τῶν συγγενῶν. Μόνο ὅταν ἐπικρατήσει ἡ λογικὴ καὶ ἡ ἀγάπη, μπορεῖ νὰ ἀτονήσει καὶ νὰ ὑπάρχει ὡς μιὰ δυσάρεστη ἀνάμνηση.
Ὅποιος ἔχει βιώσει τὴν ἔχθρα, πέρασε μιὰ δοκιμασία. Πρόκειται γιὰ βαθιὰ πληγὴ ποὺ ἐπηρεάζει τὰ ἐμπλεκόμενα πρόσωπα, ἀλλὰ καὶ τὸ εὐρύτερο κοινό, ὅταν ὑπάρχει σὲ μικρὴ κοινωνία, ὅπου ὅλοι εἶναι γνωστοὶ μεταξύ τους. Διαιρεῖ τοὺς ἀνθρώπους, προκαλεῖ ἀρνητικὰ συναισθήματα, ἀνοίγει ἀτέλειωτες συζητήσεις καὶ δημιουργεῖ ὀξύτητες. Παρασύρει ἀκόμα καὶ τοὺς φιλήσυχους, ποὺ ἄλλοι τάσσονται μὲ τὸ μέρος τοῦ ἑνὸς καὶ ἄλλοι μὲ τὸ μέρος τοῦ ἄλλου.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στὰ αἴτια τῆς ἔχθρας, λέει ὅτι «τίποτα δὲν προκαλεῖ τόσο μεγάλη μάχη καὶ πόλεμο, ὅσο ὁ σφοδρὸς πόθος γιὰ τὰ παρόντα ὑλικὰ πράγματα καὶ ἡ ἐπιθυμία γιὰ δόξα, χρήματα καὶ ἀπολαύσεις». Οἱ ἐπιθυμίες αὐτὲς συμπλέκονται καὶ συνυπάρχουν. Εἶναι ἰσχυρὲς καὶ συνήθως καταργοῦν τὴ λογική, γι’ αὐτὸ παρατηροῦμε ξαφνικὲς ἀντιδράσεις, ἀπρόσμενες ἐπιθέσεις, σωματικὲς βλάβες, βιαιοπραγίες καὶ ἐγκλήματα. Καθένας ποὺ γίνεται ἐμπόδιο στὴν πορεία αὐτῶν τῶν ἀνθώπων, γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παραπάνω ἐπιθυμιῶν, γίνεται ἐχθρός τους καὶ πρέπει νὰ φύγει ἀπὸ τὴ μέση. Γίνεται ἀντικείμενο μίσους καὶ στόχος ἐξόντωσης. Εἶναι τὸ ὑποψήφιο θῦμα τους. Χωρὶς καθυστέρηση ἀρχίζουν τὸ σχέδιο τῆς ἔχθρας. Μαζεύουν πληροφορίες, σχολιάζουν ἐπιπόλαια, συκοφαντοῦν καὶ θέλουν νὰ δείξουν στὴν κοινωνία ὅτι οἱ ἄλλοι τοὺς ἐχθρεύονται, ἐνῷ οἱ ἴδιοι εἶναι προσεκτικοί, εὐγενεῖς, δὲν πειράζουν κανένα καὶ μόνο καλὸ κάνουν στοὺς ἀνθρώπους.
Ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη περίπτωση ἔχθρας, ἡ ὁποία ξεκινάει ἀπὸ τὸν παραλογισμὸ ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ στοχεύει κάποιον ἀθῷο ἄνθρωπο. Ἀνανεώνεται μὲ τὴ φαντασία του, χωρὶς νὰ δέχεται ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸ θῦμα του, μὲ τὸ ὁποῖο ποτὲ δὲν εἶχε ἐπικοινωνία οὔτε καὶ ἰδιαίτερη γνωριμία. Δὲν τοῦ μιλάει γιὰ ἕνα διάστημα, ἀρχίζει μορφασμοὺς καὶ χειρονομίες, μιλάει γιὰ τὰ ὅσα ὑπέφερε ἀπὸ τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο καὶ πρέπει νὰ δημοσιοποιήσει τὴν «ἐχθρότητά του». Μερικὲς φορὲς τὸν ἀκολουθεῖ, ὅπου τὸν δεῖ καὶ μὲ χειμαρρώδη τρόπο τὸν βρίζει δημοσίως, γιὰ νὰ ἀκοῦνε καὶ οἱ περαστικοί. Καὶ ἡ περιπετειώδης αὐτὴ ἔχθρα δὲν ἔχει τελειωμό. Συχνὰ χρησιμοποιεῖ καὶ τὸ τηλέφωνο. Καὶ τὸ βοθρῶδες στόμα του εἶναι ἀκούραστο.
Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἔχθρας προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη δύο σπουδαίων ἀρετῶν. Εἶναι ἡ πραότητα καὶ ἡ ἀνεξικακία. Τὸ θῦμα τῆς ἔχθρας διατηρεῖ τὴν ψυχραιμία του. Δὲν ρίχνει λάδι στὴ φωτιά, δὲν θέλει νὰ δικαιωθεῖ, μένει ὅσο γίνεται ἤρεμο καὶ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴν κακία τοῦ ἐχθροῦ του. Οὔτε δίνει συνέχεια στὸ κακό, γιατί πιστεύει ὅτι τὸ κακὸ δὲν θεραπεύεται μὲ τὸν κακὸ τρόπο, ἀλλὰ πάντα μὲ τὸν καλὸ τρόπο.
Ἡ ἔχθρα εἶναι ναυάγιο. Ὁ ἐχθρὸς παλεύει μὲ τὰ κύματα. Ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὴν κακία καὶ δὲν ἀμύνεται, ἔχοντας τὴν ἀρετὴ τῆς ἀνεξικακίας, μοιάζει μὲ ἐκεῖνον, ποὺ στέκεται στὴν ξηρὰ καὶ δὲν λαβαίνει μέρος στὸ ναυάγιο. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τὴν παρομοίωση τῆς ἔχθρας μὲ ναυάγιο, λέει: «Αὐτὸ λοιπὸν νὰ σκέφτεσαι, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ σὲ βρίζει καὶ παραφέρεται, πνίγεται καὶ καταποντίζεται σὰν ἀπὸ κάποιο ἴλιγγο ἢ καταιγίδα, ἀφοῦ περιέπεσε στὸ ναυάγιο τοῦ θυμοῦ· ἐσὺ ὅμως ποὺ τὰ ὑπομένεις ὅλα αὐτὰ μὲ γενναιότητα, ἀπολαμβάνεις τὴ ζωή σου στὸ λιμάνι, κοντὰ στὴν ἀκρογιαλιά. Ἂν ὅμως παρασυρθεῖς ἀπὸ τὸν ἴδιο μὲ αὐτὸν ζῆλο, ὄχι ἐκεῖνον, ἀλλὰ τὸν ἑαυτόν σου καταπόντισες».
Οἱ χριστιανοὶ ἀπέναντι στοὺς ἐχθρούς τους ἔχουν ἀνώτερη στάση. Τὴν ὑπέδειξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, εὐεργετεῖτε ὅσους σᾶς μισοῦν· δίνετε εὐχὲς σ’ ὅσους σᾶς δίνουν κατάρες, προσεύχεσθε γι’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς κακομεταχειρίζονται». Μὲ αὐτὲς τὶς συγκεκριμένες συμβουλὲς τὸ νέφος τῆς ἔχθρας διαλύεται καὶ ἐπανέρχονται οἱ σχέσεις σὲ μιὰ κατάσταση ὑποφερτή, ὅταν βέβαια ὁ ἐχθρὸς διαπιστώσει σὲ πράξεις τὴν ἀγάπη τοῦ «ἐχθροῦ» του. Ἡ ὅλη διαδικασία τῆς συμφιλίωσης δὲν εἶναι εὔκολη καὶ θέλει ὑπομονὴ καὶ ἀνοχή, γιατί οἱ ἐξηγήσεις τοῦ ἀθῴου δὲν πείθουν εὔκολα. Τὰ πάθη εἶναι βαθιὰ ριζωμένα στὸν ἀγρὸ τῆς ψυχῆς τοῦ ἐνόχου καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτά, δηλαδὴ ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ μετάνοια, θέλουν πνευματικὸ ἀγώνα ποὺ συνήθως τοῦ εἶναι ἄγνωστος.
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση