Μεταμόρφωση! Τί ὄμορφη, τί ὡραία, τί χαρούμενη λέξη! Ἀντηχεῖ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ νοῦ μὲ τέτοια λαμπρότητα καὶ πανηγυρικότατα! Σὲ ποιὸ πράγμα ἀναφέρεται αὐτὴ ἡ γιορτή, ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ φωτός της; Κατ’ ἀρχὰς ἂς ἀκούσουμε τί λέει τὸ Εὐαγγέλιο γι’ αὐτὸ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἰησοῦς, σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγελίου, «μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Πέτρον καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν· 2 καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. 3 καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ ᾿Ηλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες. 4 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ ᾿Ιησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν ᾿Ηλίᾳ. 5 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· 6 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. 7 καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. 8 ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν ᾿Ιησοῦν μόνον. 9 καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ» (Ματ. 17, 1-9).
Τί σημαίνει αὔτη ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία; Τί θέση ἔχει αὐτὴ ἡ αἰνιγματικὴ ἀποκάλυψη τῆς δόξας στὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ;
Λίγοι θὰ διαφωνήσουν πώς ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὰ εὐαγγέλια εἶναι κατεξοχὴν μιὰ εἰκόνα ταπείνωσης. Ἤδη κατὰ τὴ γέννησή Του δὲν βρέθηκε χῶρος σὲ κανένα ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς πόλης, κι ἔτσι γεννήθηκε ἔξω, σὲ μιὰ σπηλιά. Μέχρι τέλους δὲν εἶχε σπίτι, «οὐκ εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη» (Ματ. 8, 20), σύμφωνα μὲ τὰ δικά Του λόγια. Παραγγέλλει σ’ αὐτοὺς πού θεραπεύει καὶ βοηθᾶ νὰ μὴ μιλήσουν σὲ κανένα γιὰ τὴ βοήθεια πού δέχθηκαν. Ἀποφεύγει κάθε τιμὴ καὶ κάθε εὐκαιρία πού τοῦ δίνεται γιὰ νὰ ἀποκτήσει φήμη. Ἑκουσίως μάλιστα ἄφησε τὴν ἀσφάλεια τῆς Γαλιλαίας, ὅπου δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀπειλή, καὶ διάλεξε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου τὸν περίμενε ὁ πόνος, ἡ ταπείνωση τῆς δίκης καὶ τῆς καταδίκης, καὶ μιὰ ὀδυνηρὴ καὶ ἐπαίσχυντη ἐκτέλεση. «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ», εἶπε, «ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» (Ματ. 11, 29).
Σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ταπεινοφροσύνης καὶ αὐταπάρνησης, λίγες ἦταν οἱ περιπτώσεις πού οἱ κρυμμένες ἀκτίνες τῆς θείας ἐνέργειας καὶ δόξας φάνηκαν ἐξωτερικά. Δίχως ἐξαίρεση, μόνο πολὺ λίγοι ἄνθρωποι ἔγιναν ζωντανοὶ μάρτυρες τῶν περιπτώσεων ἐκείνων πού «περιεβλήθη τὴν δόξαν», καὶ αὐτοὶ συνήθως δὲν κατανοοῦσαν τὴ σημασία αὐτῶν πού ἔβλεπαν. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη τὴ νύχτα τῆς γέννησής Του, ὅταν οἱ ἁπλοὶ ποιμένες ἄκουσαν τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο, καὶ τὰ νέα της μεγάλης χαρᾶς, ὅπως μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο (Λουκ. 2, 10). Τὸ ἴδιο συνέβη πολλὰ χρόνια ἀργότερα, τὴν ἡμέρα πού ὁ Ἰησοῦς ἦλθε στὸν Ἰορδάνη γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα, ὅταν ἀκούστηκε ἡ ἴδια φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἐνῶ τὰ ἴδια λόγια ἀκούστηκαν καὶ κατὰ τὴ Μεταμόρφωση: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17).
Τελικὰ δοξάζεται ἐδῶ στὸ ὄρος παρουσία τῶν τριῶν μαθητῶν. Κάθε φορἀ δὲ πού ἀποκαλύπτεται αὐτὴ ἡ μυστηριώδης οὐράνια δόξα, δὲν προέρχεται ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλά ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἡ Ἐκκλησία στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ σημασία πού ἔχουν οἱ ἐπίγειες φανερώσεις τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ ἀπαντᾶ ὄχι μὲ ἐξηγήσεις ἀλλά μὲ πανηγυρισμούς, ἑορτάζοντας αὐτὴ τὴ μοναδικὴ χαρὰ πού σημαδεύει τὴν ἐτήσια μνήμη τῆς Μεταμορφώσεως.
Μία λέξη κυριαρχεῖ σ’ ὅλες τὶς εὐχές, τοὺς ὕμνους καὶ τὰ ἀναγνώσματα αὐτῆς τῆς ἑορτῆς. Εἶναι ἡ λέξη «φῶς». «Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον». Ὁ κόσμος εἶναι ἕνα σκοτεινό, ψυχρὸ καὶ τρομακτικὸ μέρος. Αὐτὸ τὸ σκοτάδι δὲν διαλύεται ἀπὸ τὸ φυσικὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἀντίθετα, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἴσως κάνει τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ νὰ φαίνεται ἀκόμη τρομερότερη καὶ ἀπελπιστικότερη καθὼς ἡ ζωὴ ξεχύνεται ἀμείλικτα καὶ ἀδυσώπητα πρὸς τὸν θάνατο καὶ τὸν ἀφανισμὸ περικυκλωμένη ἀπὸ πόνο καὶ μοναξιά. Ὅλα εἶναι καταδικασμένα, ὅλα ὑποφέρουν, ὅλα ὑπόκεινται στὸν ἀκατανόητο καὶ ἀνελέητο νόμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Τότε ὅμως ἐμφανίζεται πάνω στὴ γῆ, εἰσέρχεται στὸν κόσμο ἕνας ἄνθρωπος ταπεινὸς καὶ ἄστεγος, πού δὲν ἐξασκεῖ καμιὰ ἐξουσία πάνω σὲ κανένα, καὶ δὲν διαθέτει καμιὰ ἐπίγεια ἐξουσία. Λέει δὲ στοὺς ἀνθρώπους πώς αὐτὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους, τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ θανάτου δὲν εἶναι ἡ ἀληθινή τους ζωή· πώς δὲν εἶναι ὁ κόσμος πού δημιούργησε ὁ Θεὸς· πώς μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ νικηθεῖ τὸ κακό, ὁ πόνος καὶ τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος· καὶ πώς ἔχει σταλεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν Πατέρα Του, γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν τρομακτικὴ δουλεία στὴν ἁμαρτία καὶ στὸν θάνατο.
Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ξεχάσει τὴν ἀληθινή τους φύση καὶ κλήση, τὶς ἔχουν ἀπαρνηθεῖ. Πρέπει νὰ ἐπιστρέψουν γιὰ νὰ δοῦν πώς ἔχουν χάσει τὴν ἱκανότητα νὰ βλέπουν, καὶ νὰ ἀκοῦν αὐτὰ πού εἶναι ἀνίκανοι ἤδη νὰ ἀκούσουν. Πρέπει νὰ ξαναπιστέψουν πώς τὸ καλὸ εἶναι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸ κακό, ἡ ἀγάπη ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸ μίσος, ἡ ζωὴ ἰσχυρότερη ἀπὸ τὸν θάνατο.
Ὁ Χριστὸς θεραπεύει, βοηθᾶ καὶ δίνεται σὲ ὅλους. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν, δὲν ἀκοῦν, δὲν πιστεύουν. Θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε ἀποκαλύψει τὴν οὐράνια δόξα καὶ δύναμή Του, καὶ νὰ τοὺς ὑποχρεώσει νὰ πιστέψουν. Θέλει ὅμως ἀπ’ αὐτοὺς τὴν πίστη, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀποδοχὴ ποὺ δίνονται ἐλεύθερα. Γνωρίζει πώς τὴν ὥρα τῆς ἔσχατης θυσίας Του, τῆς ἔσχατης αὐτοπροσφορᾶς Του, οἱ πάντες θὰ φύγουν ἀπὸ φόβο καὶ θὰ Τὸν ἐγκαταλείψουν. Ὅμως ἀκριβῶς τότε, ὅπως καὶ μετά. Ὅταν ὅλα θὰ ἔχουν τελειώσει, ὁ κόσμος θὰ διαθέτει ἀκόμη κάποια ἔνδειξη γιὰ τὴν κατεύθυνση πού εἶχε καλέσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πάρουν, γιὰ τὸ τί μᾶς προσέφερε ὡς δῶρο, ὡς ζωή, ὡς πληρότητα νοήματος καὶ χαρᾶς· τώρα λοιπόν, κρυμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους, ἀποκαλύπτει σὲ τρεῖς ἀπό τούς μαθητὲς Του αὐτὴ τὴ δόξα, αὐτὸ τὸ φῶς, αὐτὸν τὸ νικητήριο ἑορτασμὸ στὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κληθεῖ πρὸ αἰώνων νὰ μετάσχει.
Τὸ θεῖο φῶς πού διαπερνᾶ ὅλον τὸν κόσμο. Τὸ θεῖο φῶς πού μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο. Τὸ θεῖο φῶς στὸ ὁποῖο τὰ πάντα ἀποκτοῦν τὸ ἔσχατο καὶ αἰώνιο νόημά τους. «Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι», φώναξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος ὅταν εἶδε αὐτὸ τὸ φῶς καὶ αὐτὴ τὴ δόξα. Καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ὁ Χριστιανισμός, ἡ Ἐκκλησία, ἡ πίστη εἶναι μιὰ συνεχής, χαρούμενη ἐπανάληψη αὐτῶν τῶν λόγων, «καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι».
Ἡ πίστη ὅμως εἶναι καὶ μιὰ ἔκκληση γιὰ τὸ ἀΐδιο φῶς· μιὰ δίψα γι’ αὐτὸν τὸ φωτισμὸ καὶ γι’ αὐτὴ τὴ μεταμόρφωση. Αὐτὸ τὸ φῶς συνεχίζει νὰ λάμπει, μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὸ κακὸ, μέσα στὴ μουντὴ γκριζάδα καὶ στὴ θολὴ ρουτίνα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, σὰν ἡλιαχτίδα πού διασχίζει τὰ σύννεφα. Τὸ ἀναγνωρίζει ἡ ψυχή, παρηγορεῖ τὴν καρδιά, μᾶς κάνει νὰ νιώθουμε ζωντανοί, καὶ μᾶς μεταμορφώνει ἐκ τῶν ἔσω.
«Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»! Ἂς γίνονταν δικά μας αὐτὰ τὰ λόγια, ἂς γίνονταν ἀπάντηση τῆς ψυχῆς μας στὸ δῶρο τοῦ θείου φωτός, ἂς γινὸταν ἡ προσευχὴ μας προσευχὴ γιὰ τὴ μεταμόρφωση, γιὰ τὴ νίκη τοῦ φωτός! «Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον».
(†) π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν