Αναφέρει ο άγιος Αμφιλόχιος για έναν μοναχό, που νικήθηκε από το πάθος της πορνείας και καθημερινά επιτελούσε την αμαρτία. Δεν έχασε, όμως, το θάρρος του, ως αθλητής της μετάνοιας, αλλά έτρεχε στον Ναό και με δάκρυα ικέτευε τον Κύριό μας να τον συγχωρήσει για το σφάλμα του, που το παραδεχόταν ως φοβερό.
Η κακή αρχή και πράξη πρόσθεσε και τη συνήθεια στο πάθος. Και η συνήθεια τον έσυρε καθημερινά στην αμαρτία, χωρίς να πάψει, όμως, την ίδια ώρα, να κλαίει και να ικετεύει τον πανάγαθο Δεσπότη να μην τον αποστραφεί, αλλά και να του αφαιρέσει το μεγάλο πειρασμό, που τον αιχμαλώτιζε.
Αυτή η κατάσταση κράτησε περισσότερο από δέκα χρόνια με την ίδια μετάνοια και εξομολόγηση. Πολλές φορές από την αίσθηση της μεγάλης του ενοχής ορκιζόταν στον Θεό, ότι αν τον συγχωρούσε δεν θα το επαναλάμβανε, χωρίς ποτέ φυσικά να φυλάξει τον όρκο του.
Στο μακρύ διάστημα αυτής της πάλης δεν άντεξε ο διάβολος την ήττα του, από τη μετάνοια του αδελφού, που του γκρέμιζε κάθε μέρα όσα πετύχαινε με τους πειρασμούς του.
Ενώ βρισκόταν ο αδελφός πεσμένος μπροστά στην εικόνα του Κυρίου κλαίγοντας, παρουσιάστηκε αισθητά ο διάβολος και ζητούσε δικαιοσύνη από τον Θεό. Διαμαρτυρόταν γιατί δεχόταν ο Θεός συνέχεια τον ψεύτη και πόρνο και δεν τον τιμωρούσε, αφού όχι μόνο αμάρτανε, αλλά και έδινε ψεύτικες υποσχέσεις καθημερινά, χωρίς ποτέ να τις τηρήσει.
Τότε ο Κύριος, με φωνή αντάξια της παντοκρατορίας Του, είπε στον διάβολο: «Δράκοντα βύθιε, δεν σου φτάνει ότι κατάπιες όλη την οικουμένη; Θέλεις να αρπάξεις και αυτόν που είναι πεσμένος μπροστά μου και ζητά το έλεός Μου; Έχεις να δείξεις τόσα κακά, όσα αξίζει το αίμα Μου, που έχυσα γι’ αυτόν; Εγώ παράγγειλα στους μαθητές Μου, να συγχωρούν ‘’ἑβδομηκοντάκις ἑπτά’’ (Ματ. 18, 22) καθημερινά, όσους μετανοούν, και δεν θα το εφαρμόσω Εγώ σε όσους με παρακαλούν; Όσες φορές έρχεται σε σένα για να κάνει την αμαρτία δεν τον διώχνεις, αλλά τον δέχεσαι με χαρά και δεν τον περιφρονείς. Θα τον περιφρονήσω Εγώ, που έγινα γι’ αυτόν άνθρωπος και φιλάνθρωπος; Εγώ είπα ότι σε οποιαδήποτε κατάσταση βρω τον άνθρωπο σ’ αυτήν και θα τον κρίνω. Να, λοιπόν, αυτόν τον βρίσκω μπροστά μου να μετανοεί. Τον παίρνω καθώς με παρακαλεί και σώζω την ψυχή του, που δεν έπαψε να ελπίζει στην ευσπλαχνία μου και συ να ντροπιαστείς».
Περιγράψαμε με συντομία και σταθήκαμε στα κύρια σημεία της διήγησης, με σκοπό να μάθουμε ποιον έχουμε εύσπλαχνο Πατέρα και Δεσπότη, και ότι καμιά σατανική πονηριά ή κακότητα δεν μπορεί να μας αποκόψει από Αυτόν, εάν δεν απελπιστούμε, όσο και αν ηττηθούμε σε κάποια πράγματα για ένα διάστημα. Φτάνει να διορθωθούμε επιστρέφοντας με τη μετάνοια.
Για να αποδείξουν την αξία και τη δύναμη της μετάνοιας οι Πατέρες, μας είπαν το εξής απόφθεγμα: «Δύναμις τῶν θελόντων κτήσασθαι τὰς ἀρετὰς αὕτη ἐστιν, ἵνα ἐὰν πέσωσι, μὴ μικροψυχήσωσιν, ἀλλὰ πάλιν φροντίσωσιν» (Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος).
Σε μας, όμως, τιμιώτατοι μου αδελφοί, ποια δύναμη και θέση έχει η σκοτεινή ομίχλη της απελπισίας, αφού γίναμε και είμαστε όλοι ένα σώμα, μια καρδιά και μια ψυχή, με τη Χάρη του Χριστού; Προχωρούμε αλληλοϋποστηριζόμενοι στον αγώνα μας, τηρώντας με όση δύναμη έχουμε, το πατερικό μας πρόγραμμα, που είναι η ζωντανή ομολογία μας. «Tῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες» (Ρωμ. 12, 11) «μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία» (Β’ Κορ. 6, 3).
Απόσπασμα από το βιβλίο Βατοπαιδινές κατηχήσεις, εκδ. Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου.