Την Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 1922, λίγο μετά το μεσημεριανό φαγητό, η Μίννι Μιλς, μια Αμερικανίδα που ζούσε στη Σμύρνη, έριξε μια ματιά από το παράθυρό της και πρόσεξε ότι ένα από τα γειτονικά κτίρια είχε πιάσει φωτιά. Κοίταξε καλύτερα και σοκαρίστηκε όταν είδε έναν Τούρκο αξιωματικό να μπαίνει σε ένα δεύτερο κτίριο με μικρούς τενεκέδες πετρελαίου. «Μέσα σε λίγα λεπτά» έγραψε αργότερα «το σπίτι τυλίχθηκε στις φλόγες».
Η δεσποινίς Μιλς δεν ήταν ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας στη Σμύρνη που είδε το ξέσπασμα της φωτιάς εκείνη τη μοιραία μέρα του Σεπτεμβρίου. Αρκετοί από τους συναδέλφους της στο Αμερικανικό Κολεγιακό Ινστιτούτο της πόλης παρακολουθούσαν με ορθάνοιχτα μάτια Τούρκους στρατιώτες να μπαίνουν σε κτίρια, να τα καταβρέχουν με πετρέλαιο και να τους βάζουν φωτιά.
Δεκάδες μικρές φωτιές δεν άργησαν να γίνουν μία τεράστια πυρκαγιά. Με έναν ισχυρό άνεμο που φυσούσε από τη στεριά, εξαπλώθηκε ταχύτατα στις διάφορες συνοικίες μέχρις ότου μεγάλο μέρος της πόλης παραδόθηκε στην κόλαση της φωτιάς.
Η Σμύρνη είχε κατακλυστεί από πρόσφυγες όταν ξέσπασε η φωτιά. Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες της Ανατολίας είχαν συρρεύσει στην πόλη μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στο εσωτερικό της χώρας. Αυτοί οι πρόσφυγες αναζητούσαν προστασία από τον νικηφόρο τουρκικό εθνικιστικό στρατό του Μουσταφά Κεμάλ, βέβαιοι ότι οι δυνάμεις του δεν θα τολμούσαν ποτέ να εισέλθουν στη Σμύρνη. Στο κάτω – κάτω, εικοσιένα συμμαχικά θωρηκτά ήταν αγκυροβολημένα στον κόλπο.
Όμως, ο στρατός του Κεμάλ είχε όντως μπει στη Σμύρνη, στις 9 Σεπτεμβρίου, και ο θηριώδης φόνος του μητροπολίτη Χρυσοστόμου, του ανώτερου ορθόδοξου ιεράρχη, ήταν ένδειξη ότι η μεταβίβαση της εξουσίας από Έλληνες σε Τούρκους ήταν απίθανο να είναι ειρηνική.
Ένας πρόσθετος λόγος ανησυχίας ήταν ο μεγάλος αριθμός άτακτων τουρκικών στρατευμάτων που άρχισαν να συρρέουν στην πόλη. Αυτοί οι απείθαρχοι πολεμιστές, οι τσέτες, ήταν αποφασισμένοι να πάρουν την εκδίκησή τους για τις ωμότητες που διέπραξε ο ελληνικός στρατός κατά την υποχώρησή του.
Η φωτιά, που ξέσπασε στις 13 Σεπτεμβρίου, εξαπλώθηκε τόσο γρήγορα που οι κάτοικοι της Σμύρνης και οι πρόσφυγες δεν είχαν πού αλλού να πάνε εκτός από τη φημισμένη προκυμαία στο Αιγαίο, μήκους σχεδόν τριών χιλιομέτρων. Όλοι τους τώρα έστρεψαν το βλέμμα στα συμμαχικά θωρηκτά για βοήθεια. Αλλά οι κυβερνήτες τους αρνήθηκαν να σώσουν οποιονδήποτε εκτός από τους δικούς τους πολίτες. Σε μία κυνική επίδειξη ρεάλ πολιτίκ, ήδη έστρεφαν τη σκέψη τους στις γόνιμες εμπορικές συμφωνίες που ήλπιζαν να συνάψουν με τον νικηφόρο Κεμάλ. Δεν ήθελαν να φανούν ότι βοηθούν τους εχθρούς της Τουρκίας.
Η ελληνική κυβέρνηση ήταν επίσης ένοχη απραξίας. Είχε παραλύσει από την ήττα του στρατού της στη Μικρά Ασία και δεν τολμούσε να στείλει ελληνικά πλοία στην υπό τουρκικό έλεγχο πόλη.
Τις επόμενες ημέρες η προσφυγική κρίση εξελίχθηκε ταχύτατα σε μία ανθρωπιστική καταστροφή. Οι γέροι, οι νέοι, οι άρρωστοι, όλοι ήταν παγιδευμένοι ανάμεσα στη φονική φωτιά και τη θάλασσα. Στο μεταξύ, οι τουρκικές δυνάμεις διέπρατταν κτηνωδίες κάτω από τη μύτη των συμμάχων, συγκεντρώνοντας χριστιανούς σε ηλικία στράτευσης και απελαύνοντάς τους στην ενδοχώρα.
Του Μίλτον Τζάιλς *
* Ο Μίλτον Τζάιλς είναι συγγραφέας του βιβλίου Χαμένος παράδεισος, Σμύρνη 1922: Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.