Ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων στὴν ζωὴ τοῦ Ὁσίου Γέροντος, γιὰ ἐμᾶς ἀκατανόητη, γιὰ ἐκεῖνον φυσιολογική, προεμήνυε τὴν συνύπαρξή του μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους μετὰ τὴν ἐξόφληση τοῦ κοινοῦ του χρέους, τὴν μεταδημότευσή του γιὰ τὴν γειτονιὰ τῶν ἀγγέλων.
Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ οἱ πανένδοξοι Ταξιάρχες δείχνουν τὴν παρουσία τους στοὺς καθαροὺς καὶ ἁγνοὺς φίλους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ, ἀκόμη καὶ στὴν δυσχείμερη ἐποχή μας. Ἄλλωστε, εἶναι «λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. 1, 14)
Μὲ τὴν χριστομιμησία του, ὁ πιστὸς καὶ σεμνὸς ἀσκητὴς καὶ λειτουργὸς τῶν ἱερῶν μυστηρίων, ὁ Ὅσιος Ἰακωβος, κατάφερε νὰ συναντήσει τὸν Σωτῆρα του, γιὰ νὰ προσκολληθεῖ σὲ Αὐτόν, νὰ συνδεθεῖ ὑπαρκτικὰ μαζί του, νὰ γίνει ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματός Του. Προοδευτικὰ ἡ κατὰ Χριστὸν ζωή του μεταποιήθηκε σὲ ἐν Χριστῷ ζωή, ἡ ὁποία συνοψίσθηκε στὴν παύλεια ἀναφώνηση: «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ὁ Γέροντας ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἀγωνιζόταν πνευματικῶς καὶ ζοῦσε τὴν πνευματέμφορη ἐκκλησιαστικὴ πολιτεία. Βίωνε ἐσχατολογικὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του, τὴν θωράκιζε μὲ τὴν στίλβη τῆς ἀφθορίας καὶ τῆς ἀθανασίας, προγευόμενος τὴν δόξα τῆς Βασιλείας, ἀφοῦ πρόγευση τῆς Βασιλείας ἦταν ἡ ἰσαγγελικὴ ζωή του, ἡ ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς του καὶ ἡ κοινωνία του μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους τοῦ νοητοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας στερεώματος.
Ὁ ἅγιος Γέροντας Ἰάκωβος δὲν ἀξιώθηκε μόνο νὰ βλέπει ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους στὴν ἁγία Τράπεζα. Εἶδε καὶ ἐκτὸς Λειτουργίας τὸν ἀρχιστράτηγο Μιχαὴλ νὰ τοῦ δίνει ὁδηγίες γιὰ τὸ κτίσιμο ναοῦ του. Καὶ αὐτὸ πρὶν ἀκόμη γίνει ἡγούμενος δείχνοντας ὅτι αὐτὸς εἶχε ἤδη φθάσει σὲ ὑψηλὰ μέτρα ἀρετῆς καὶ εἶχε θεοσημεῖες ἀπὸ τὸ πρῶτα ἀσκητικά του χρόνια, γιατὶ ὄχι καὶ ἀπὸ τὰ παιδικά!
Τὸ 1961 ὁ πατὴρ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν τότε ἡγούμενο ἀπεφάσισαν νὰ κτίσουν ἕνα ἐκκλησάκι πρὸς τιμὴν τῶν ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. Ὁ ἡγούμενος ἐπέλεξε τὸν τόπο καὶ ὁριοθέτησε τὴν περιοχή. Τὴν νύχτα, ὅμως, ἐμφανίσθηκε στὸν πατέρα Ἰάκωβο ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ χρυσὸ σπαθί, ὑψηλός, ξανθὸς καὶ ὡραῖος, ὅπως ὁ Γεροντας μᾶς τὸ διηγήθηκε, καὶ τοῦ εἶπε:
-Εἶμαι ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ κτισθεῖ ὁ ναός μου ἐκεῖ ποὺ σημαδέψατε, ἀλλὰ ἐδῶ ποὺ θὰ σᾶς δείξω.
Καὶ ἀμέσως ἔσκυψε, πῆρε τὰ πασσαλάκια ποὺ εἶχε τοποθετήσει ὁ ἡγούμενος καὶ τὰ μετέφερε σὲ ἄλλη περιοχή, ὅπου καὶ τὰ βρῆκε τὸ πρωῒ ὁ ὅσιος Γέροντας. Μάλιστα μὲ ὑπόδειξη πάλι τῶν Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, ποὺ ἐμφανίσθηκαν ξανὰ στὸν πατέρα Ἰάκωβο, ὁ ναὸς κτίσθηκε μὲ ὑλικά, ποὺ δὲν ὑπῆρχαν στὴν περιοχή, ἀλλὰ ποὺ μὲ τὴν μεσολάβησή του, δωρήθηκαν ἄφθονα ἀπὸ εὐσεβεῖς χριστιανούς. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀπαιτούμενη ἄμμο ὁ παρακείμενος ποταμὸς πλημμύρισε καὶ κατέβασε τόση, ὅση χρειαζόταν γιὰ τὸ κτίσιμο καὶ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ ναοῦ.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τιμᾶται στὸ Μοναστήρι κάθε χρόνο στὶς 6 Σεπτεμβρίου, μαζὶ μὲ τὸ «ἐν Χώναις θαῦμα» τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ καὶ μάλιστα μὲ εἰδικὴ πρὸς τοῦτο Ἀκολουθία κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ διαδόχου τοῦ Ὁσίου, χαριτωμένου καὶ αὐτοῦ, Γέροντος Κυρίλλου.
Ἡ παρουσία τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων στὴν ζωὴ τοῦ Γέροντος ἦταν μέρος τῆς καθημερινότητός του. Τοὺς ἔβλεπε παρόντες στὴν Θεία Λειτουργία, νὰ τὸν ἐγγίζουν.
Μιὰ φορὰ μᾶς ἀποκάλυψε στὴν ρήμη τοῦ λόγου καὶ χωρὶς ἐπιτήδευση ὅτι Ἄγγελος Κυρίου ἦταν τόσο κοντά του, ὥστε κτυποῦσε τὰ φτερά του στὸν ὤμο του. Ζοῦσε οὐράνιες καταστάσεις μὲ μιὰ ἁπλότητα, μιὰ φυσικότητα μοναδική.