Διαβάζοντας για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, έπεσα σε ένα περιστατικό που κάθε άλλο παρά τονίζεται από την επίσημη Ιστορία μας. Το οποίο, ωστόσο, θα ενέπνεε ένα ποίημα του Καβάφη, μία νουβέλα του Γκράχαμ Γκρην, μια ταινία αν όχι του Χόλλυγουντ, σίγουρα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Κεντρικά πρόσωπα: Ο Μουσταφά Κεμάλ, ο μετέπειτα επονομαζόμενος Ατατούρκ, πατέρας των Τούρκων. Ο υποστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης. Και ο αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Σακέτας.
Ποιος ήταν ο Νικόλαος Τρικούπης; Εξέχον μέλος της ελληνικής κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου, τις πρώτες του 20ου αιώνα. Ανιψιός του Χαρίλαου Τρικούπη, απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων μετεκπαιδευθείς στη Γαλλία, στους κλάδους του Πυροβολικού, του Ιππικού και στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου στο Παρίσι. Είχε λάβει μέρος στο «μαύρο» 1897, στους Βαλκανικούς και στον Πρώτο Παγκόσμιο. Είχε κερδίσει χάλκινο μετάλλιο στη σκοποβολή στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 1896 στην Αθήνα. Επιδιδόταν και στη συγγραφή, ξεκινώντας το 1898 με το δοκίμιο «Εκγύμνασις Ίππου».
Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ο Νικόλαος Τρικούπης ετέθη επικεφαλής του Α΄ Σώματος Στρατού, συγκροτούμενου από τέσσερις μεραρχίες και δύο τάγματα Ευζώνων. Μετά την υπερφιλόδοξη (μέχρι και δονκιχωτική θα τη χαρακτήριζε κανείς) προσπάθεια των Ελλήνων το καλοκαίρι του 1921 να καταλάβουν την Άγκυρα και να καταλύσουν το τουρκικό κράτος εξοντώνοντας τον Κεμάλ, το Α΄ Σώμα Στρατού καθηλώθηκε επί ένα χρόνο στην πόλη Αφιόν Καραχισάρ. Και μόνο να τη δει κανείς στον χάρτη, νοιώθει ίλιγγο με το πόσο βαθιά σε εχθρικό έδαφος είχαμε διεισδύσει.
Τον Αύγουστο του 1922, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν τη μεγάλη τους αντεπίθεση, η οποία θα κατέληγε μέσα σε λίγες εβδομάδες στην ύστατη τραγωδία για τον Ελληνισμό της Ιωνίας. Οι ημέτερες δυνάμεις γενναία, πλην μάταια, επιχείρησαν να κρατήσουν τις θέσεις τους. Άντεξαν επί δύο ημέρες. Την τρίτη ημέρα άρχισαν να υποχωρούν συντεταγμένα. Την έκτη ημέρα το Α΄ Σώμα Στρατού -ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό μετά από μαζικούς σκοτωμούς, αιχμαλωσίες και λιποταξίες- εγκλωβίστηκε στο χωριό Καρατζά Χισάρ. Ήταν 2 Σεπτεμβρίου.
Λέγεται ότι η αρχική πρόθεση του Νικολάου Τρικούπη ήταν να διατάξει αντίσταση μέχρις εσχάτων. Γρήγορα, όμως, αντιλήφθηκε; Εκτίμησε; Ότι οι πέντε χιλιάδες στρατιώτες του δεν ήταν πρόθυμοι να αποδυθούν σε έναν αγώνα που θα κατέληγε στη σφαγή τους. Ίσως ακόμα και να στασίαζαν και να παραδίδονταν αυτοβούλως. Έτσι αποφάσισε την παράδοση. «Οιαδήποτε άμυνα θα αποτελούσε άσκοπη θυσία», ανακοίνωσε στους αξιωματικούς του και σήκωσε λευκή σημαία.
Τότε συνέβη η πρώτη κορύφωση του δράματος. Ο αντισυνταγματάρχης Σακέτας, εκ Σπάρτης, αρνήθηκε να υπακούσει στη διαταγή. Καβάλησε το άλογό του και χίμηξε, μόνος του, εναντίον των Τούρκων. Γαζώθηκε «τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενος».
Απελπισμένοι, εξαντλημένοι, αιχμάλωτοι, ο Νικόλαος Τρικούπης και ο ομόβαθμός του Κίμων Διγενής οδηγήθηκαν στον υπαρχηγό του Κεμάλ, Ισμέτ Ινονού. Ο Ινονού τους δέχθηκε ευγενέστατα. Ακόμα πιο ευγενικά ο ίδιος ο Κεμάλ.
«Ξέρετε, αρχιστράτηγε -είπε στον Τρικούπη- ότι και ο Ναπολέων Βοναπάρτης είχε αιχμαλωτισθεί; Ο πόλεμος είναι τυχερό παιχνίδι. Δώσατε τον καλύτερο εαυτό σας αλλά εμείς νικήσαμε»
«Γιατί με λέτε αρχιστράτηγο;».
«Δεν έχετε πληροφορηθεί τα σπουδαία νέα; Σωστά! Αφού σας καταστρέψαμε τις τηλεπικοινωνίες με τη Σμύρνη. Ο Χατζηανέστης απηλλάγη των καθηκόντων του. Η ελληνική κυβέρνηση διόρισε εσάς στη θέση του».
Αντιλαμβάνεσθε την άγρια χαρά του Κεμάλ και ας εκφραζόταν σε κομψά γαλλικά, με έναν ελαφρύ ίσως τόνο ειρωνείας. Οι Τούρκοι υπό την ηγεσία του βάδιζαν ακάθεκτοι. Η τύχη δε τόσο πλατιά του χαμογελούσε, ώστε είχε πιάσει στα δίχτυα του τον κατ’ όνομα ανώτατο ηγέτη των εχθρών.
«Θέλω να αισθάνεστε φιλοξενούμενοί μας. Πώς μπορώ να κάνω τη ζωή σας πιο άνετη;».
Φέρτε τον εαυτό σας στη θέση του Τρικούπη. Να ανεβαίνετε τον Γολγοθά σας σε ένα σκηνικό μπουλβάρ! Αντί να σας ραπίζουν, να σας τρατάρουν καφέ και τσιγάρο! Αντί να σας βασανίζουν για να αποκαλύψετε στρατιωτικά μυστικά, να ξεκινούν μαζί σας κουβέντες σαλονιού!
Ποια είναι η κόκκινη γραμμή που τραβάει ο καθένας για τον εαυτό του; Στη θέση που είχε περιέλθει ο άμοιρος Τρικούπης, τι επιλογές είχε; Ίσως η αξιοπρεπέστερη θα ήταν να μείνει απολύτως σιωπηλός. Ή έστω να παρακαλέσει τον Κεμάλ να έχει εν αιχμαλωσία πιο σκληρή μεταχείριση από τον τελευταίο Έλληνα φαντάρο.
Έκανε ό,τι χειρότερο. Τού ζήτησε συμβουλή.
«Εσείς τι πιστεύετε; -τον ρώτησε- Θα έπρεπε να αυτοκτονήσω;».
Του Κεμάλ γέλασαν και τα μουστάκια του.
«Α, δεν ξέρω… Αυτό είναι δική σας υπόθεση!».
Δεν αυτοκτόνησε. Τον κράτησαν οι Τούρκοι μέχρι το 1923 και τον έστειλαν πίσω στην Ελλάδα. Η υποδοχή που του επεφύλαξε η πατρίδα υπήρξε μάλλον βελούδινη. Αποστρατεύθηκε μεν, όμως δεν κλήθηκε ποτέ σε απολογία. Το 1927 τον επανέφεραν στις ένοπλες δυνάμεις με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Το 1928 τον διόρισαν για μια διετία Νομάρχη Αττικοβοιωτίας. Η δημόσια δράση του τερματίστηκε εκεί, εάν εξαιρέσεις ότι έγραψε και εξέδωσε τις πολεμικές του αναμνήσεις. Πέθανε σε βαθύ γήρας, το 1959.
Πώς είναι να ζεις επί τριάντα έξι χρόνια γνωρίζοντας ότι τα σύμβολα της τιμής σου, η στολή και το σπαθί σου, εκτίθενται ως λάφυρα στο πολεμικό μουσείο της Άγκυρας; Και όταν κηδεύτηκε, στο φέρετρό του, άραγε, ακούμπησαν κάποιο άλλο ξίφος;
Ο Αθανάσιος Σακέτας ανακηρύχθηκε άξιος της πατρίδας. Το όνομά του δόθηκε σε στρατόπεδο στον Καρέα.
Χρήστος Χωμενίδης (συγγραφέας)
Πηγή: capital.gr