Στη Μικρά Ασία, μια μεγάλη περιοχή ονομαζόταν Μεγάλη Φρυγία και μια άλλη περιοχή κοντά στον Ελλήσποντο, την οποία οι Έλληνες ονόμαζαν Τροία ήταν η Μικρά Φρυγία.
Στη Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι, και ξένοι, οι οποίοι ονομάζονταν Ταϊφάλοι. Αυτοί, λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο αυτοκράτορας, έστειλε τρείς σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους ειρηνεύσει και να τους καθησυχάσει. Οι στρατηγοί ήταν ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων.
Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρείς στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και τον στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στις αρπαγές βγήκαν αμέσως στην πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ό,τι έβρισκαν.
Μόλις το έμαθε αυτό ο άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέει: «Ποιοι είστε;». Εκείνοι, μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα, απάντησαν ταπεινά: «Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν. Επειδή δεν κάνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσουν οι συνθήκες». Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: «Αφού ήρθατε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστητημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί ήρθατε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ό,τι βρίσκετε;». Μόλις το άκουσαν αυτό οι χιλίαρχοι φοβήθηκαν πολύ, γιατί ήταν καλοί χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι. Τότε είπαν προς τον Άγιο: «Ποίος είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε;». Ο δε Άγιος απάντησε: «Εσείς, είστε! Γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας να αρπάζουν από την αγορά ό,τι θέλουν; Εσείς, φταίτε!». Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά, χτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο.
Ο άγιος Νικόλαος, τότε, φιλοξένησε τους τρείς στρατηγούς στη Μητρόπολη και ως καλός Πατέρας και Αρχιερέας συμβούλευσε και ευχήθηκε σ’ αυτούς, συνοδεύοντάς τους μέχρι το λιμάνι Ανδριάκη των Μυραίων.
Ενώ οι στρατηγοί και οι στρατιώτες ετοιμάζονταν να μπούνε στα πλοία για να αναχωρήσουν, ο δε άγιος Νικόλαος ξεκίνησε από το λιμάνι επιστρέφοντας στα Μύρα, ξαφνικά βλέπει μια ομάδα από άνδρες και γυναίκες να κλαίνε και να τον παρακαλούν όπως προφτάσει και ελευθερώσει τρείς συγγενείς τους, τους οποίους άδικα ο διοικητής του τόπου Ευστάθιος καταδίκασε σε θάνατο, δωροδοκηθείς από τους εχθρούς τους.
Αφού ο Άγιος γνώρισε το άδικο της απόφασης, παρακάλεσε τους στρατηγούς να τον ακολουθήσουν και να σπεύσουν γρήγορα για να προλάβουν τους καταδικασθέντες σε θάνατο και να τους γλυτώσουν. Πράγματι, μόλις που πρόλαβαν και έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης. Την τελευταία στιγμή, ο Άγιος, πήρε από τα χέρια του δήμιου το σπαθί, με το οποίο επρόκειτο να αποκεφαλίσει τους μελλοθάνατους. Τους έλυσε τα δεσμά και οι διασωθέντες αμέσως άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό και να ευχαριστούν τον άγιο Νικόλαο.
Όταν το γεγονός διαδόθηκε στην πόλη, άνδρες και γυναίκες έτρεχαν για να δουν με τα μάτια τους τι συνέβη. Το ίδιο έπραξε και ο άδικος διοικητής Ευστάθιος. Καβαλάρης στο άλογό του έτρεξε για να δει τι έγινε. Μόλις τον είδε ο άγιος Νικόλαος, του ανέφερε για τη δωροδοκία και την άδικη κρίση που επέβαλε στους τρεις αθώους ανθρώπους. Ο Ευστάθιος, τότε, ομολόγησε ότι ο άλλοι ήταν οι πρώτοι που μαρτύρησαν εναντίον τους.
Τότε ο Άγιος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον των τριών στρατηγών ότι θα καταγγείλει την πράξη αυτή στον Βασιλέα, για να μάθει ότι ο Ευστάθιος είναι άδικος κριτής. Μόλις το άκουσε αυτό ο Ευστάθιος, φοβήθηκε πάρα πολύ. Αμέσως έπεσε στα πόδια του Αγίου ζητώντας του συγχώρεση. Ό άγιος Νικόλαος τον συγχώρεσε και επήλθε αγάπη μεταξύ τους.