Ο χρόνος για τους ανθρώπους της Παλαιάς Διαθήκης ήταν χρόνος νοσταλγίας, διότι ο Λυτρωτής δεν είχε φανεί ακόμη. Όμως μετά από την ένσαρκο Οικονομία του Κυρίου ο χρόνος για τους ανθρώπους είναι χρόνος σωτηρίας, διότι ο Σωτήρας ήλθε και η σωτηρία είναι προσιτή σε όλους.
Αλλά αυτή η σωτηρία δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί παρά μόνον δια της συνεχούς μετανοίας. Η μετάνοια είναι εκείνη η οποία μας βοηθεί να αναγνωρίσουμε, ότι ο Θεός είναι ο Σωτήρας μας και ότι μόνο σ’ Αυτόν ελπίζοντες μπορούμε να ελεηθούμε και να σωθούμε. Η μετάνοια είναι εκείνη η οποία μας ταπεινώνει ενώπιον του Θεού, και άρα ελκύει τον Θεό σ’ εμάς. Η μετάνοια είναι εκείνη η οποία μας κάνει να βλέπουμε τα αμαρτήματά μας, και άρα να ζητούμε συγχώρηση γι’ αυτά και να τα επανορθώνουμε με τον αγώνα τον πνευματικό.
Άρα, λοιπόν, για μας τους Χριστιανούς ο μετά Χριστόν καιρός και χρόνος είναι καιρός και χρόνος μετανοίας και σωτηρίας. Και αν αυτό ισχύει για όλους τούς Χριστιανούς, πολλώ μάλλον ισχύει για μας τους Μοναχούς, οι οποίοι εξήλθαμε στην έρημο μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να κάνουμε κύριο μέλημα της ζωής μας τη μετάνοια και να βιώσουμε πράγματι τον μετά Χριστόν χρόνο, τον χρόνο από την πρώτη παρουσία του Κυρίου μέχρι τον χρόνο της δευτέρας παρουσίας Του, ως χρόνο σωτηρίας και ως χρόνο μετανοίας.
Με αυτές τις σκέψεις υποδεχόμαστε τον νέο χρόνο, ο οποίος βέβαια είναι κάτι το συμβατικό. Ο χρόνος είναι αέναος. Είναι δώρο του Θεού, μέχρις ότου φθάσουμε την αιωνιότητα. Αλλά συμβατικώς οι άνθρωποι χωρίζουμε τον χρόνο της ζωής μας. Αλλά έστω και αυτό, αυτός ο συμβατικός χωρισμός του χρόνου σε διαστήματα χρονικά, μας διευκολύνει, αν εμείς θέλουμε να το εκμεταλλευθούμε και να βιώνουμε πράγματι τον χρόνο αυτό, το δώρο του Θεού, ως χρόνο μετανοίας και ως χρόνο σωτηρίας.
Και επειδή κάθε χρόνο αυτήν την ημέρα συνηθίζω να σας λέω κάτι σαν προμετωπίδα για τον πνευματικό αγώνα όλου του έτους, και άλλοι μεν το ενθυμούνται και αγωνίζονται, άλλοι δε το λησμονούν –ελπίζω οι περισσότεροι να το ενθυμούνται– θα ήθελα εφέτος αντί άλλης συμβουλής να υπομνήσω στην αγάπη σας εκείνη την ευχή, με την οποία τελειώνει η ευχή του Τρισαγίου Ύμνου, και που νομίζω ότι είναι καλό εφέτος να την έχουμε πάντοτε προ οφθαλμών.
Καταλήγει, λοιπόν, ως εξής η αγία εκείνη ευχή: «Ἁγίασον ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα· καὶ δὸς ἡμῖν ἐν ὁσιότητι λατρεύειν σοι πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν· πρεσβείαις τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, τῶν ἀπ᾿ αἰῶνός σοι εὐαρεστησάντων. Ὅτι ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
Εφόσον ο Θεός μας είναι Άγιος –με απόλυτη έννοια Άγιος– και εμείς είμαστε δικά Του πλάσματα, έχουμε και εμείς ως σκοπό της ζωής μας την αγιότητα. Την οποία αγιότητα, όμως, δεν μπορούμε να επιτύχουμε, παρά μόνον εάν την ζητήσουμε απ’ Αυτόν που είναι η πηγή της αγιότητος. Γι’ αυτό και ζητάμε απ’ Αυτόν που είναι η πηγή της αγιότητος να αγιάσει και εμάς: «Ἁγίασον ἡμῶν τὰς ψυχὰς καὶ τὰ σώματα», και τις ψυχές και τα σώματα. Όλοι να είμαστε αγιασμένοι, όλοι καθαροί, όλοι σκεύη τίμια του Παναγίου Πνεύματος. «Καὶ δὸς ἡμῖν ἐν ὁσιότητι λατρεύειν σοι», με οσιότητα, με φόβο Θεού, με ευλάβεια, «πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν, πρεσβείαις τῆς ἁγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων».
Ζητάμε, λοιπόν, από τον Θεό αγιότητα ψυχής και σώματος, αγιότητα καθ’ όλον τον χρόνο της ζωής μας, να μη επιτρέψει ο Κύριος να πέσουμε σε κανένα από τα μισητά στον Θεό πάθη, τα οποία μολύνουν και την ψυχή και το σώμα, αλλά να είμαστε καθαροί και ευάρεστοι ενώπιόν Του, και αυτό να γίνεται και με τις πρεσβείες της Κυρίας μας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων.
Ας αγωνισθούμε, λοιπόν, αδελφοί, για την αγιότητα της ψυχής και του σώματος, δια της μετανοίας καθαίροντες αμέσως τα τυχόν ολισθήματά μας και τα τυχόν παραπτώματά μας, ώστε ει δυνατόν ανά πάσαν στιγμήν να είμαστε σκεύη τίμια, κατηρτισμένα ενώπιον του Αγίου Θεού, διότι αυτό περιμένει από εμάς ο Άγιος Θεός, ο Πλάστης και Δημιουργός και Σωτήρας μας.
Εύχομαι ο νέος χρόνος να είναι χρόνος σωτηρίας, μετανοίας, αγιασμού και τελείας ευαρεστήσεως του Κυρίου και Θεού μας.
Έτη πολλά σε όλους.
(†) Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ομιλίες σε ακίνητες Δεσποτικές και Θεομητορικές Εορτές, σ. 71, εκδ. Ι.Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2015.